Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Η πόλη όπου για τέσσερις μήνες δε βγαίνει ήλιος και δεν επιτρέπεται να πεθάνεις


Παραξενιές και παραδοξότητες της ζωής στην κορυφή της υδρογείου

Το Longyearbyen είναι πόλη της Νορβηγίας με περίπου 2.000 κατοίκους. Βρίσκεται στο νορβηγικό αρχιπέλαγος Σβάλμπαρντ, ανάμεσα στη... 
 
 
 
 
 
 
Νορβηγία και τον Βόρειο Πόλο, και πιστεύεται πως είναι ένα από τα βορειότερα κατοικημένα μέρη σε όλο τον κόσμο. Το φως του ήλιου δεν το αγγίζει για ολόκληρους μήνες.

Εκτός από τους ντόπιους Νορβηγούς, κάτοικοι της μικρής πόλης, στο κατώφλι της συναρπαστικής Αρκτικής, είναι πολίτες από πολλές χώρες, λάτρες της φύσης που φτάνουν τόσο ψηλά στην υδρόγειο για να ζήσουν τις άγριες και ταυτόχρονα μοναδικές συνθήκες στην ατελείωτη παγωνιά. Μικρό ποσοστό του πληθυσμού είναι άνθρωποι που έρχονται εδώ για να εργαστούν και όχι για να ζήσουν όλη τη ζωή τους. Σύμφωνα με τη Στατιστική Υπηρεσία της Νορβηγίας, ο μέσος χρόνος που περνούν οι ξένοι πολίτες στο Svalbard είναι τα επτά χρόνια. Κι αυτοί μπολιάζουν, με τις παραδόσεις και τις διαφορετικές κουλτούρες τους, τον «σταθερό κορμό» των λίγων οικογενειών που κατοικούν στην περιοχή αδιάλειπτα.



Για τους κατοίκους του Longyearbyen, η καθημερινότητα είναι κάτι συνηθισμένο και αυτονόητο. Ένας εξωτερικός παρατηρητής βέβαια, είναι πολύ πιθανό να αιφνιδιαζόταν από το γεγονός πως οι ντόπιοι κουβαλούν κάθε στιγμή όπλο, καθώς μπορεί να βρεθούν σε τετ-α-τετ με μία πολική αρκούδα ανά πάσα στιγμή. Το κλίμα είναι τραχύ κι απρόβλεπτο και οι εναλλαγές μεταξύ φωτός και σκοταδιού είναι για άλλους απολαυστικές και για άλλους μία δυσκολία με την οποία θα πρέπει να συμβιβαστούν.

Προσαρμοσμένη στην ιδιαίτερη γεωγραφική της θέση, η πόλη διαθέτει ξεχωριστό «οδικό δίκτυο» για snowmobiles. Παρά το δριμύ κρύο, είναι απολύτως αποδεκτό και αυτονόητο ότι μόλις μπαίνει κάποιος σε ξενοδοχεία και εστιατόρια βγάζει τα παπούτσια του, κατάλοιπο από την εποχή που αυτά μετέφεραν καρβουνόσκονη. Οι υποδομές των ορυχείων διατηρούνται και μοιάζουν με σουρεαλιστικά μνημεία στο τοπίο.

Οι δρόμοι του Longyearbyen δεν έχουν ονομασίες αλλά αριθμούς. Υπάρχει πανεπιστημιακό κέντρο με 300 φοιτητές, που όλοι υποχρεούνται να μάθουν να χρησιμοποιούν όπλο. Κι ένα εξαιρετικά συνηθισμένο θέαμα από κάποιο παράθυρο είναι οι φάλαινες, που κολυμπούν στα φιόρδ.



Στο διάστημα της χειμερινής σκοτεινιάς- για τέσσερις μήνες δεν κάνει την εμφάνισή της ούτε μια αχνή ακτίνα ήλιου- οι κάτοικοι του Longyearbyen πηγαίνουν στις δουλειές τους φορώντας ένα φως στο κεφάλι, και συχνά έχουν την ευκαιρία να απολαύσουν το Βόρειο Σέλας που «χορεύει» στον ουρανό.

Το καλοκαίρι, οι έξοδοι του μεσονυχτίου γίνονται υπό το λαμπρό φως του ήλιου, ακόμα μια συναρπαστική παραδοξότητα αυτού του τόπου. Τις Παρασκευές, πολλοί εκδράμουν με τα snowmobile τους για Σαββατοκύριακο στην Αρκτική, με την οικογένειά τους ή και φίλους.



Το Longyearbyen βρίσκεται σε μία κοιλάδα στις ακτές του ειδυλλιακού Adventfjord, περιτριγυρισμένο από απόκρημνα βουνά και παγετώνες. Χωρίζεται σε διάφορες «συνοικίες», όπως το κέντρο της πόλης και το Nybyen, η νέα πόλη. Τα περισσότερα από τα ξενοδοχεία, τις παμπ και τα καταστήματα βρίσκονται στο κέντρο της πόλης ενώ στο Nybyen, δύο χιλιόμετρα νότια, βρίσκονται τα κάποτε καταλύματα των ανθρακωρύχων καθώς και ξενώνες, ένα εστιατόριο και μία γκαλερί. Ανάμεσα στις δύο γειτονιές είναι δύο εστιατόρια, εκ των οποίων το ένα θεωρείται ένα από τα καλύτερα της Νορβηγίας και διαθέτει εξαιρετικό κελάρι.



Η πόλη εξαρχής «γεννήθηκε» μέσα από και για τη βιομηχανία εξόρυξης, τον περασμένο αιώνα. Το Longyearbyen ήταν μια τυπική πόλη που είχε σχηματιστεί χάρη στο παρακείμενο ορυχείο, κι αυτό συνεχίστηκε περίπου έως τη δεκαετία του 1990. Πλέον όμως έχει εξελιχθεί και ο τουρισμός έχει αναδειχθεί σε σημαντικό πυλώνα της οικονομίας της πόλης. Το 2016, επισκέφθηκαν το Longyearbyen 115.000 τουρίστες, εκ των οποίων 35.000 έφτασαν με κρουαζιερόπλοια.

Σημαντικός πυλώνας της οικονομίας είναι επίσης η έρευνα και η εκπαίδευση. Φοιτητές από όλο τον κόσμο καταφτάνουν για σπουδές στο University Centre in Svalbard (UNIS), το οποίο επικεντρώνεται στην έρευνα της Αρκτικής στους τομείς της βιολογίας, της γεωλογίας, της γεωφυσικής και της τεχνολογίας.

Όσο για τις κοινωνικές δομές, μπορεί το Longyearbyen να βρίσκεται στην άκρη του κόσμου – κυριολεκτικά- αλλά διαθέτει νοσοκομείο, σχολείο, νηπιαγωγείο, αθλητικό κέντρο, εκκλησία και πολιτιστικό κέντρο.



Οι εποχές είναι κάτι σχετικό σε αυτό το σημείο του κόσμου. Στη διάρκεια του χειμώνα, το σκοτάδι είναι απόλυτο επί τέσσερις μήνες. Για δυόμιση μήνες μέρα και νύχτα δεν έχουν καμία διαφορά. Η πολική νύχτα, όπως λέγεται, αρχίζει με τη θεαματική «μπλε ώρα», που στην αρχή και στο τέλος της εποχής αυτής διαρκεί όλη την ημέρα. Παρότι ο ήλιος παραμένει κάτω από τη γραμμή του ορίζοντα, στολίζει τον πολικό ουρανό με μπλε και κόκκινες ακτίνες. Το πολικό καλοκαίρι, από την άλλη, έχει «ορόσημο» τον ήλιο του μεσονυχτίου, ο οποίος λάμπει στον ουρανό όλο το 24ωρο.

Είναι λοιπόν προφανές πως και οι δραστηριότητες και η ζωή στο Longyearbyen εξαρτώνται κατά πολύ και προσαρμόζονται στην εναλλαγή των εποχών. Όταν η πόλη λούζεται στον ήλιο, οι πολίτες περνούν πολύ χρόνο έξω. Τον χειμώνα διοργανώνονται φεστιβάλ, συναυλίες και αθλητικές εκδηλώσεις αλλά σε κλειστούς χώρους. Είναι όμως σύνηθες να διοργανώνονται εκδρομές στο βουνό με φακούς ενώ τα Χριστούγεννα γίνεται η παραδοσιακή παρέλαση με πυρσούς.
Οι παράξενοι νόμοι και «η απαγόρευση του θανάτου»



Λόγω της ιδιαίτερης τοποθεσίας του, το Longyearbyen εφαρμόζει και κανονισμούς που φαίνονται πολύ παράξενοι στους εξωτερικούς παρατηρητές. Έχουν όμως απόλυτα λογική εξήγηση για όλους εκείνους που ζουν την κάπως εκκεντρική καθημερινότητα της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η υποχρέωση οπλοφορίας, που προαναφέρθηκε, που σχετίζεται με την ανάγκη προστασίας από… πολικές αρκούδες. Παράλληλα, στην πόλη απαγορεύονται οι γάτες, ενώ επιβάλλεται περιορισμός ως προς την ποσότητα αλκοόλ που κάθε κάτοικος μπορεί να προμηθευτεί ανά μήνα.

Αναμφίβολα όμως ο πιο παράξενος νόμος είναι αυτός που αφορά τη λεγόμενη «απαγόρευση του θανάτου». Στην πραγματικότητα δεν απαγορεύεται ακριβώς ο θάνατος, κάτι που θα ήταν ούτως ή άλλως αδύνατο, αλλά μάλλον θα ήταν ορθότερο να πούμε πως αποφεύγεται να συμβεί εκεί και λαμβάνονται μέτρα για να συμβεί σε πιο κατάλληλα σημεία. Είναι δηλωμένο και δεδομένο πως δεν υπάρχει καμία επιλογή ταφής στο Longyearbyen, κι έτσι κάτοικοι που θεωρούνται ασθενείς σε τελικό στάδιο μεταφέρονται στο Όσλο, για να ζήσουν εκεί τις τελευταίες ημέρες της ζωής τους.



Η απόφαση για την απαγόρευση της ταφής στο Longyearbyen χρονολογείται από τη δεκαετία του 1950, και συνδέεται με μία μακάβρια όσο και τρομακτική ανακάλυψη. «Πρωταγωνιστές» χωρίς να είναι καν ζωντανοί ήταν τα θύματα της πανδημίας γρίπης του 1918.

Όταν διαπιστώθηκε πως οι σοροί δεν έφταναν σε αποσύνθεση, λόγω της ακραίας παγωνιάς και των λεγόμενων «αιώνιων πάγων», των στρωμάτων πάγου δηλαδή που δεν λιώνουν, επιχειρήθηκε η αποτέφρωσή τους. Ουσιαστικά η ταφή τους σε τόσο παγωμένο έδαφος ήταν κάτι σαν την διατήρησή τους στο νεκροτομείο, οπότε δεν μπορούσε να φτάσει το σώμα στη φυσική αποσύνθεση. Στη διαδικασία της αποτέφρωσης όμως, οι επιστήμονες ανακάλυψαν στα καλοδιατηρημένα πτώματα ζωντανά στελέχη του ιού της γρίπης, που είχαν κι αυτά διατηρηθεί για δεκαετίες. Κι ήταν εκείνος ο ιός που είχε σκοτώσει το 5% του παγκόσμιου πληθυσμού τον 20ο αιώνα.



Ακόμα λοιπόν κι αν κάποιος έχει ζήσει στο Longyearbyen όλη τη ζωή του, δεν μπορεί να ταφεί εκεί. Αλλά ο κύκλος της ζωής δεν στερείται μόνο το τέλος του στο Longyearbyen, στερείται και την αρχή του. Όπως δηλώνει ο Jan Christian Meyer, από το Πανεπιστήμιο Επιστήμης και Τεχνολογίας της Νορβηγίας, «εάν πλησιάζει το τέλος σου, θα γίνει κάθε προσπάθεια να μεταφερθείς αλλού. Αλλά ούτε πολλές γεννήσεις έχει το Longyearbyen. Παρότι διαθέτει ένα μικρό νοσοκομείο, οι ετοιμόγεννες γυναίκες ενθαρρύνονται να ταξιδέψουν αλλού για να γεννήσουν».