Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017

Ο βίος και η πολιτεία του διαβόητου κλέφτη της δεκαετίας του ’80 Μπρουνό Σουλάκ και της Ελληνίδας συνεργού του Θάλειας


Ηταν ωραίος και γοητευτικός, σαγήνευε ακόμα και τους δεσμοφύλακές του που για πρώτη φορά στην Ιστορία έγιναν πραγματικοί συνεργοί στην απόδρασή του, είχε κλέψει πανάκριβα κοσμηματοπωλεία όπως καταστήματα του... 

Cartier σε Παρίσι και Κάννες, είχε καταφέρει να ξεγελάσει τους αστυφύλακες που φυλούσαν τον Μιτεράν, το είχε σκάσει δύο φορές από τη φυλακή - και μία τρίτη που απέβη τελικά μοιραία. Κανείς στη Γαλλία δεν έχει ξεχάσει τον Μπρουνό Σουλάκ, τον διαβόητο κλέφτη της δεκαετίας του ’80 που συνεπήρε τη χώρα με την προσωπική του ζωή - πιο εξωφρενική και από μυθιστόρημα.

Αυτός ο ωραίος κλέφτης-είδωλο, ένας νέος Ζενέ με λουστραρισμένο περιτύλιγμα, είχε για μούσα του και συνεργό την Ελληνίδα Θάλεια, τη Θάλειά του, που νόμιζε ότι καταγόταν από τις θεές και τις Μούσες, τη γυναίκα με την ευγενική καταγωγή που έβρισκε συχνά καταφύγιο στα ελληνικά νησιά. Εκεί ανάμεσα στις στιγμές εξωφρενικού έρωτα και πολυτελούς βίου σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας, το ζευγάρι, δύο σύγχρονοι Μπόνι και Κλάιντ, πέτυχε τις πιο απίστευτες ληστείες δίχως χρήση βίας και με μοναδικό εξάρτημα ένα παλιό Simca που οδηγούσε η Θάλεια. Στην ανάπαυλα των επιδρομών τους σε ακριβά καταστήματα, το ζευγάρι μάθαινε ξένες γλώσσες, ήξερε από ακριβά κρασιά και ήταν μυημένο στα μυστικά του μπλακ τζακ, ενώ γνώριζε τα μυστικά της ζύμωσης της σαμπάνιας Veuve Clicquot ζώντας μια ζωή σαν μυθιστόρημα. Τίποτα δεν τους ξέφευγε -ακόμα και το πόσα διαμάντια στόλιζαν τις περίφημες τίγρεις του Cartier-, με αποτέλεσμα να μπορούν να πείσουν πως δεν ήταν απλοί επιδρομείς στα καταστήματα, αλλά πελάτες, άνθρωποι που δεν ήξεραν μόνο να αποσπούν το χρήμα και τα αντικείμενα υψηλής αξίας, αλλά και να τα χρησιμοποιούν.

Οσο για τα όπλα τους, μπορεί να στόλισαν τα χέρια των γοητευτικών εγκληματιών αλλά ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν παρά μόνο σε σκηνή από ταινία με τον Αλέν Ντελόν, αφού ο έτερος συνεργός του Μπρουνό είχε σχέση με τη βιομηχανία του θεάματος και κατάφερε να τα πουλήσει στον γνωστό πρωταγωνιστή. Αλλωστε η ταινία στην οποία έπαιξε ο ίδιος με τίτλο «Le Professionnel» και πρωταγωνιστή τον Ζαν-Πολ Μπελμοντό είχε πολλά στοιχεία βγαλμένα από την πραγματική του ζωή με τον Σουλάκ, ακόμη και το ελικόπτερο με το οποίο παραλίγο να το έσκαγε από τη φυλακή στην οποία ήταν έγκλειστος - ένα σενάριο Παλαιοκώστα με δόσεις γαλλικής φινέτσας και πολυτέλειας.

Από λεγεωνάριος, κλέφτης διαμαντιών

Ο λόγος που όλοι στη Γαλλία αγάπησαν τον Μπρουνό Σουλάκ, αυτό τον «ωραίο τζέντλεμαν των ληστών», τον γοητευτικό άνδρα με καταγωγή από τη Μασσαλία που δεν μίλησε άσχημα σε κανένα από τα υποψήφια θύματά του και δεν χρησιμοποίησε ποτέ βία, έγκειται στο ότι οι κλοπές του είχαν να κάνουν πάντα με πανάκριβα καταστήματα - με εξαίρεση κάποιες αλυσίδες σούπερ μάρκετ στις αρχές της... σταδιοδρομίας του ως κλέφτη. Σε μια δεκαετία γεμάτη βία από τρομοκρατικά χτυπήματα και ληστείες και με τους περισσότερους κλέφτες να κρατάνε ομήρους και να σκοτώνουν, η παρουσία του Σουλάκ ήταν σχεδόν εμβληματική. Περισσότερο όμως από τους αντιπάλους του, αυτός που φαινόταν να έχει σχεδόν ερωτική σχέση μαζί του ήταν ο κατεξοχήν κυνηγός του, ο ελληνικής καταγωγής αστυνομικός Ζορζ Μωρεάς, ο οποίος έπαιζε για καιρό μαζί του το παιχνίδι του σκύλου με τη γάτα.

Μαζί με τη Θάλεια που εμφανιζόταν με το ψευδώνυμο Πατρίτσια ή Νάντια ή Κλερ, τον Οκτώβριο του 1978 στη Μασσαλία. Ανάμεσα σε στιγμές εξωφρενικού έρωτα και πολυτελούς βίου, το ζευγάρι, δύο σύγχρονοι Μπόνι και Κλάιντ, πέτυχε τις πιο απίστευτες ληστείες χωρίς χρήση βίας και με μοναδικό εξάρτημα ένα παλιό Simca που οδηγούσε η Θάλεια.



Ηταν αυτός που τον συνέλαβε δύο φορές, παραδεχόμενος όμως εκ των υστέρων ότι υπήρξε ο ίδιος το πρώτο θύμα της γοητείας του. Η σχέση τους έφτασε σε τέτοιο σημείο εμπιστοσύνης, παιχνιδιού και αντιπαλότητας, που ο φυγάς Μπρουνό τού τηλεφώνησε ζητώντας του να τον συναντήσει φιλικά - κάτι που φυσικά δεν έκανε ποτέ, αφού ήξερε ότι και οι δύο δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τους βασικούς τους ρόλους. Ο συγγραφέας Philippe Jaenada του βιογραφικού βιβλίου «Sulak» αποκαλύπτει ότι ακόμα και σήμερα ο Ζορζ Μωρεάς, από τις πιο εμβληματικές προσωπικότητες στον χώρο της Αστυνομίας, παραδέχεται ότι δεν έχουν υπάρξει άλλοι κλέφτες σαν τον Σουλάκ: ευγενικοί, αβροί και με σπάνια ευαισθησία. Είναι μάλιστα συγκλονιστική η σκηνή όπου ο Μωρεάς καταφέρνει να εντοπίσει το ζευγάρι Θάλειας - Μπρουνό στο κρησφύγετό του, ένα από τα πολλά διαμερίσματα τα οποία άλλαζαν ως καταζητούμενοι στη Γαλλία, και να τους οδηγήσει στο Τμήμα. Ο συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στη «συνάντηση»:

«Καθισμένος απέναντι στον Ζορζ Μωρεάς στο γραφείο του ο Μπρουνό κοιτάει, χωρίς καν αντιπαλότητα, αυτόν που σε λίγο θα έβαζε τέλος στην ελευθερία του:

-Σας βγάζω το καπέλο, δεν πίστευα ότι θα με βρείτε. Εχετε σπουδαία ομάδα.

Μια συμπάθεια φάνηκε να γεννιέται, σχεδόν αυθόρμητα, ανάμεσα στους δυο άντρες, από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα της γνωριμίας τους. Ομως ας μην υπερβάλλουμε, δύσκολα θα δει κανείς λαγούς να στήνουν χορό με αλεπούδες (ακόμα και αν κάποιοι λαγοί φτάνουν να αναγνωρίσουν την ανωτερότητα του αντιπάλου τους, όπως είχε συμβεί με τον Τζίμι Κάρτερ) και μάλλον η συνάντηση επεδείκνυε τον πολιτισμό ανάμεσα σε δυο πραγματικούς τζέντλεμεν: ο καθένας αναγνώριζε στο πρόσωπο του άλλου την άλλη πλευρά του εαυτού του, γι’ αυτό και η σχέση τους ήταν ευθεία και ειλικρινής, είχαν φτάσει να θεωρούνται φίλοι. Σχεδόν μπορούμε να πούμε ότι ο Ζορζ κόντευε να κατατροπώσει τον Σουλάκ. Ωστόσο υπήρχε κάτι παιχνιδιάρικο στην ατμόσφαιρα, μια αδιευκρίνιστη ελαφρότητα. “Παράξενο ζώο αυτός ο Μπρουνό Σουλάκ”, θα σκεφτόταν ο Μωρεάς (λαγοί, αλεπούδες, δράκοι, εδώ μιλάμε πραγματικά για ολόκληρη ζούγκλα). Εξάλλου δεν ξέρουμε αν ο αστυφύλακας του έδωσε συγκεκριμένες οδηγίες, αλλά αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι η ζούγκλα δεν ήταν και τόσο άγρια: όλοι οι αστυφύλακες της ομάδας, ακόμα και αυτοί που είχαν αναλάβει τις ανακρίσεις, φαίνονταν να συμπαθούν αυτό το ζευγάρι Μπόνι και Κλάιντ της μη βίας.

Εκτός από τη δεσμοφύλακα που επέμενε να κρατήσει τη Θάλεια στο κελί αλλά και να της στερήσει κάποια από τα ρούχα της προκειμένου να τη γελοιοποιήσει». Η Θάλεια τελικά έμεινε στη φυλακή μέχρι τα μεσάνυχτα, αφού ο Μπρουνό θέλοντας να την απαλλάξει είπε ότι επρόκειτο για τυχαία και περιστασιακή σχέση. Και όταν οι αστυφύλακες του ζήτησαν περαιτέρω διευκρινίσεις για τα πλαστά έγγραφα που είχαν βρει στην κρυψώνα τους, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και ψεύτικες γυναικείες ταυτότητες, εκείνος είπε πως επρόκειτο για γυναίκες που μεταμφιέζονταν για να τον συνοδέψουν στα καζίνο και στα παιχνίδια μπλακ τζακ. Καθώς ένας ωραίος άντρας, όπως εκείνος, ήταν λογικό να έχει αμέτρητες γυναίκες συνοδούς τότε δεν μπορούσαν να μην τον πιστέψουν.

Σαν πραγματικός τζέντλεμαν που ήταν ο Μπρουνό προσπάθησε όσο μπορούσε να προστατέψει μέχρι τέλους τη συνεργό του, η οποία αφέθηκε τελικά ελεύθερη με αναστολή και ξέφυγε από τη δραματική μοίρα του συντρόφου της. Και όχι μόνο προς τη σύντροφό του, αλλά και την κόρη του Αμελί, την οποία υπεραγαπούσε - μάλιστα την πρώτη φορά που τον έπιασαν ήταν όταν πήγε να δηλώσει στο ληξιαρχείο τη γέννησή της. Κανείς ποτέ δεν έμαθε ότι ήταν η Θάλεια αυτή που τον περίμενε να βγει από το Cartier οδηγώντας ένα Simca, το οποίο κατόπιν έγινε το σήμα κατατεθέν του. Μαζί με αυτό το φτηνό αυτοκίνητο ακολούθησαν διάφορα κείμενα που έγραψε ο Μπρουνό κατόπιν στη φυλακή λέγοντας ότι ουσιαστικά οι ληστείες του καταφέρονταν ενάντια στο μεγάλο κεφάλαιο και στόχευαν στην απελευθέρωση των απλών ανθρώπων.

Τότε στη φυλακή έμαθε ξένες γλώσσες και θεωρία, γνώσεις που χρησιμοποίησε για να μπορέσει να γίνει πιστευτός ότι δεν ήταν ένας άλλος καταζητούμενος, αλλά ένας πραγματικός κοσμοπολίτης. Είχε τρόπους, ήξερε από καλά κρασιά, έπειθε τις γυναίκες και τους άντρες που βρίσκονταν στο διάβα του. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος που έκλεψε το κατάστημα Cartier στη Νίκαια με συνεργό έναν διαβόητο ληστή -«τον Στιβ, τον μεγάλο»-, έναν Γιουγκοσλάβο πρώην μποξέρ με άκρες στους αστέρες του κινηματογράφου και κυρίως περίοπτο ελιτίστα. Μαζί όργωναν τα βράδια τη Rue du Faubourg Saint-Honoré, ως γνήσιοι απόγονοι του Μπαλζάκ - και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτοί οι ευζωιστές ήταν κλέφτες.

Η κόρη του Μπρουνό Σουλάκ, Αμελί, καρπός του έρωτά του με τη Θάλεια. Την πρώτη φορά που τον έπιασαν ήταν όταν πήγε να δηλώσει στο ληξιαρχείο τη γέννησή της.



Η κλοπή στο Cartier

«Η όμορφη πωλήτρια σηκώνει το κεφάλι, το πρόσωπό της φωτίζεται αλλά διατηρεί τη σοβαρότητά της, ασχολείται με ένα ζευγάρι πελατών, έναν ασπρομάλλη άντρα με γκρίζο κουστούμι και την πανέμορφη νεαρά συνοδό του, που δείχνει να απολαμβάνει με μεγάλο θαυμασμό το θέαμα - αυτό το αντικείμενο που επρόκειτο να τους δώσει η πωλήτρια. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή ο Μπρουνό βγάζει από το τζάκετ του το νέο Magnum 357 και το προτάσσει μπροστά στο πρόσωπο της πωλήτριας με σταθερότητα και ψυχραιμία, χωρίς άχρηστη αγριότητα. Εκείνη ανοίγει το στόμα, η όμορφη συνάδελφός της έχει επίσης παγώσει - αλλά ωστόσο αυτή ήταν λιγότερο φρικαρισμένη και μάλλον περισσότερο εντυπωσιασμένη και περίεργη. Με το γνωστό φλεγματικό του στυλ, και για να είναι σίγουρος, δίνει στις πωλήτριες δυο ζευγάρια χειροπέδες και τους ζητάει να τις φορέσουν προκειμένου να είναι σίγουρος ότι δεν θα πατήσουν κανέναν συναγερμό ή δεν θα προσπαθήσουν να το σκάσουν, γιατί ξέρει ότι δεν θα χαίρονταν με αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.

Σε αντίθεση με εκείνες, το ζευγάρι παραμένει ιδιαζόντως ψύχραιμο - ο άντρας λίγο πιο εκνευρισμένος, αλλά η γυναίκα φαίνεται να κοιτάει τον Μπρουνό με βλέμμα που μαρτυρά όχι φόβο, αλλά προσδοκία, ίσως και απογοήτευση. Ανταλλάσσουν βλέμματα και κοιτώντας ο ένας τον άλλον καταλαβαίνουν. Εκείνος της κρατάει το χέρι και διαβάζει τη σκέψη της: το μόνο που σκεφτόταν η γυναίκα είναι ότι σε λίγο επρόκειτο να αποκτήσει το πολυπόθητο διαμάντι της και ότι το έχασε ακριβώς τη στιγμή που ο Μπρουνό εισέβαλε στο κατάστημα.

Εκείνος, χωρίς να πει τίποτα, ζητάει τα κλειδιά από τις υπαλλήλους, ανοίγει τη βιτρίνα και αρχίζει να βάζει στον σάκο του ό,τι πολύτιμο έβρισκε μπροστά του αφήνοντας τα αντικείμενα μικρότερης αξίας. Προτού αποχωρήσει από το κατάστημα αναζητά την κάμερα έξω από το κατάστημα, για να αποφύγει κακά μπερδέματα. Την ώρα που κάνει να φύγει σφίγγει το χέρι της νεαρής συνοδού και της ρίχνει ένα βλέμμα όλο λαγνεία σε ένδειξη ερωτικής ανταλλαγής βλεμμάτων. Στην πραγματικότητα, μόλις της είχε βάλει στο χέρι το διαμάντι που εκείνη προσδοκούσε παραπλανώντας τις πωλήτριες που ζήλεψαν το υποψήφιο αντικείμενο του πόθου. Ο Μπρουνό χαιρετάει αποχωρεί και φεύγει με 9 εκατομμύρια φράγκα σε κοσμήματα στη σάκα του». Ισως να είναι ο μόνος ληστής στον κόσμο που κάνει δώρο στο υποψήφιο θύμα του ένα πραγματικό διαμάντι!

Με αντίστοιχο τρόπο έγιναν οι κλοπές και στα υπόλοιπα κοσμηματοπωλεία, με τις πωλήτριες να λένε για τη βαθιά γνώση του Μπρουνό σχετικά με τα καλά κομμάτια και τα κοσμήματα: ήξερε τι σήμαιναν οι τίγρεις του Cartier και θαύμαζε τα χαραγμένα ανάγλυφα και τα πανέμορφα σμαράγδια. Γνώριζε, άλλωστε, ακριβώς τι έπρεπε να κλέψει και ποια κομμάτια είχαν αξία - με αποτέλεσμα σε μία ληστεία στο Cartier να αποκομίσει λεία 10 εκατ. φράγκων και στις επόμενες 40 εκατ. Σε μυστική συνάντηση που είχε με τη δικηγόρο του, αυτή τον συμβούλεψε να βρει καταφύγιο σε μια μακρινή χώρα όπως η Βραζιλία, αφού αν τον έπιαναν, η «καμπάνα» θα ήταν βαριά. Η μακρινή χώρα όμως δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει την ανάγκη του για την καλή ζωή και την ευαισθησία του -ίσως και συμπόνια- για τον φτωχό κόσμο που ζούσε στις φαβέλες. Επέστρεψε στη Γαλλία όπου συνέχισε το «περίοπτο» έργο του. Τον έπιασαν δύο φορές και καταδικάστηκε σε μακρινές φυλακές και σε διαφορετικές πτέρυγες κάθε φορά για να μην το σκάσει. Σε μία από αυτές σχεδίαζε να αποδράσει με ελικόπτερο που θα πιλόταρε ο ίδιος, αφού δεν υπήρχε τίποτα που στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να μην κάνει: σε μικρότερη ηλικία είχε υπάρξει ποδοσφαιριστής, μποξέρ, πρωταθλητής στο καράτε και κυρίως σκληραγωγημένος λεγεωνάριος.

Η φιλόδοξη καριέρα του στην περίφημη ομάδα των σκληραγωγημένων Γάλλων τερματίστηκε απότομα και στη μετεφηβική ηλικία όταν του αρνήθηκαν μόνιμη θέση επειδή μικρός είχε κλέψει ένα ποδήλατο. Ηταν τέτοια η απογοήτευσή του που αποφάσισε ένα βράδυ να το σκάσει - ενδεχομένως για καλό, αφού εκείνο το βράδυ η ομάδα των επιλέκτων αναχώρησε βιαστικά σε αποστολή στο Ζαΐρ όπου η Γαλλία είχε τους περισσότερους νεκρούς σε εκστρατεία εκείνα τα χρόνια. Ο θάνατος δεν απειλούσε ακόμα τον περιπετειώδη βίο του Σουλάκ, ο οποίος έλαβε τέλος όταν προσπάθησε για τελευταία φορά να αποδράσει από τις φυλακές πηδώντας από ένα ψηλό τοίχο - λίγο πριν κλείσει τα τριάντα. Η μορφή του δεσπόζει ακόμα στο φορτισμένο με πάθη γαλλικό υποσυνείδητο - απόδειξη και η πρόσφατη βιογραφία που δείχνει ότι οι πιο συγκλονιστικές ιστορίες είναι τελικά βγαλμένες από την ίδια τη ζωή.

Η σύλληψη και η παραπομπή σε δίκη του ευγενούς ληστή



Ο Μπρουνό Σουλάκ το 1984 στο Ρίο της Βραζιλίας όπου διεφυγε για να μη συλληφθεί