Τετάρτη 21 Ιουνίου 2017

Ο Νόμος άργησε μια μέρα

 
Γράφει ο Τσερτεκίδης Γεώργιος
Φοιτητής Πολιτικών Επιστημών  

Ο Νόμος άργησε μια μέρα. Όχι, λάθος, όχι μια μέρα. Μια εβδομάδα, ένα μήνα, μια δεκαετία. Ο Νόμος στην Ελλάδα γενικά αργεί. Το ξέρουν καλά αυτό όσοι προσπαθούν να δικαιωθούν μέσω της δικαστικής οδού σε αυτόν τον χώρο που κατάντησε να λέγεται πλέον κατ’ ευφημισμό χώρα. Το ξέρουν όσοι ζουν στις πόλεις, στα χωριά, στις υποβαθμισμένες και εγκαταλελειμμένες από τον Νόμο και το Κράτος γειτονιές. Εκεί που βασιλεύει η παραβατικότητα, η παρανομία και η ατιμωρησία.

Όχι... 

 
 
 
 
 
αγαπητή αναγνώστρια και αγαπητέ αναγνώστη, αυτό δεν είναι λαϊκισμός. Λαϊκισμός είναι οι «παρελάσεις» των υποψηφίων όλων των κομμάτων κατά τη διάρκεια των προεκλογικών εκστρατειών είτε λόγω εθνικών είτε λόγω αυτοδιοικητικών εκλογών. Είναι αυτές οι μεγαλόστομες και τολμηρές υποσχέσεις που όλα τα χρόνια δίνονταν από τους κάθε λογής δεξιούς, κεντρώους και αριστερούς λαϊκιστές. Υποσχέσεις για νομιμότητα, ασφάλεια και ευημερία. Υποσχέσεις ανακόλουθες γενικότερα στην επικράτεια αλλά ειδικότερα σε δοκιμαζόμενες περιοχές όπως το Μενίδι και άλλες πολλές περιοχές της Αττικής και της χώρας συλλήβδην.
Θα ήταν ψευδές να πει κάποιος πως όσα γίνονται γνωστά για το Μενίδι Αττικής αποτελούν μεμονωμένες περιπτώσεις. Είναι πολλά τα μέρη στα οποία οι νομοταγείς πολίτες ζουν με τον τρόμο. Με τον τρόμο όχι των Ρομά ή των οιοδήποτε κοινωνικών ομάδων. Το θέμα δεν είναι η ταυτότητα αυτών των ανθρώπων. Είναι η παραβατικότητα και η εγκληματικότητα η οποία -συν τοις άλλοις- λόγω της στάσης των αρχών, λόγω του ότι ο Νόμος και οι εκπρόσωποί του μένουν αμέτοχοι έχουν εξελιχθεί σε μια περίεργη μορφή «κανονικότητας» για τέτοιες κλειστές κοινότητες.
Κάτι που οφείλει να καταστεί ξεκάθαρο βέβαια είναι πως το μεγάλο μερίδιο της ευθύνης βαραίνει μάλλον την πολιτική ηγεσία των σωμάτων ασφαλείας, παρά για παράδειγμα το ίδιο το Σώμα της Αστυνομίας. Όταν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση, ακόμη και θεσμικά τα όργανα δε δύνανται να πράξουν οτιδήποτε πέραν των κατευθύνσεων που δίνονται από την κεντρική διοίκηση. Εκτός αυτού είναι και ρεαλιστικά δεδομένα τα οποία χρειάζεται να λαμβάνονται υπ’ όψη.
Πώς ο κάθε αστυνομικός θα πολεμήσει το έγκλημα; Με τα μεγάλα προβλήματα στα οχήματα που δυσχεραίνουν ακόμη περισσότερο έργο του; Με τον ελλιπέστατο εξοπλισμό ασφαλείας; Ή μήπως με τα πιστόλια των 9 χιλιοστών; Έτσι θα έρθει αντιμέτωπος ο αστυνομικός με το όλο και σκληρότερο έγκλημα; Με τον όλο και πιο βαριά οπλισμένο εγκληματία που εκτός από κυνηγετικά όπλα και πιστόλια, τα τελευταία χρόνια συνηθίζει να φέρει και όπλα ανοιχτού πεδίου μάχης όπως το γνωστό τυφέκιο «Καλάσνικοφ»;
Σημαντικό, περίπλοκο και επίκαιρο όσο ποτέ το ζήτημα. Μάλιστα είναι ένα από τα πιο «πολιτικά» ζητήματα. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις της Δημοκρατίας μας στον 21ο αιώνα. Η έκβασή του θα κρίνει αρχικά τη βούληση και κατόπιν την ικανότητα της Ελληνικής Δημοκρατίας να εκπληρώσει μία εκ των υποχρεώσεών της. Την υποχρέωση της τήρησης του νόμου, την επιβολή της νομιμότητας και τη διασφάλιση αισθήματος ασφάλειας στους πολίτες Της.