Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Η παράσταση της Ένωσης Ποντίων «Για έναν ψηλόν ραχίν, για έναν αροθυμίαν» ανέδειξε με σύγχρονο και προοδευτικό τρόπο τα μαρτύρια των προσφύγων



Ενθουσιασμένος από την παράσταση ο μαχητικός ιστορικός του μικρασιατικού ελληνισμού Βλάσης Αγτζίδης

ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΚΑΛΦΑ

Απολαυστική, εύστοχη, σκηνοθετικά φροντισμένη, με σκηνική φαντασία και πολύτιμη τόλμη και κυρίως υποκριτικά ορθογραφημένη, χωρίς μεγαλοστομίες και περιττούς συναισθηματισμούς, η παράσταση της Ένωσης Ποντίων το Σάββατο στο αρχαίο θέατρο του Δίου κέρδισε την εμπιστοσύνη του κοινού.

Δεν... 

 
 
 
 
 
ξέρω αν οι ιθύνοντες της Ένωσης Ποντίων κατάλαβαν με αυτή τους την πρωτοβουλία τι αισθητικό πλούτο και τι ιστορική μνήμη προσέφεραν στους καλλιεργημένους θεατές που έκαναν τον κόπο να σπεύσουν μέχρι το Δίον. Σε αυτόν τον ιερό χώρο— συμβολικά και αισθητικά ταυτισμένο με τον αρχαίο λόγο και την τραγική μοίρα του ανθρώπου—παίχτηκε το Σάββατο η τραγωδία του μικρασιατικού ελληνισμού: λιτά, συνετά, με απόλυτη προσήλωση στις ιστορικές συνθήκες (ούτε εθνικιστικές εξάρσεις ούτε έξαλλοι «φυλετικοί» πρωτογονισμοί), γυμνά, ανθρώπινα, ξετυλίχτηκε το δράμα του ξεριζωμού. Οι μαρτυρίες πειστικές, στο ύψος του καθημερινού κοινού λόγου, έδωσαν χώρο στις προσωπικές αναμνήσεις, σημάδεψαν τον αίτιο (τον κεμαλικό εθνικισμό), εντόπισαν καίρια τα δεινά και τις συμφορές του εκπατρισμού, της εκρίζωσης από τον γενέθλιο χώρο. [Παρέκβαση αναγκαία: στον ίδιο χώρο, την προηγούμενη ακριβώς ημέρα, είχε συμβεί η εκρίζωση της αισθητικής από γνωστό τραγουδιστή που κάποτε διέθετε φωνή αλλά ουδέποτε αισθητικό ρίγος].

Ωστόσο, το ενθαρρυντικότερο στην παράσταση του έμπειρου σκηνοθέτη Χάρη Αμανατίδη έγκειται κυρίως στην εμπιστοσύνη που έδειξε στους δώδεκα (όσοι και οι απόστολοι) ηθοποιούς της θεατρικής ομάδας. Τους επέτρεψε να μας δείξουν πώς βιώνουν οι σημερινοί απόγονοι των προσφύγων την μικρασιατική καταστροφή, τι συγκράτησαν, τι θυμούνται από τις αφηγήσεις των άλλων προσφύγων και τις προσωπικές ιστορίες των παππούδων τους όντας χρήστες ενός άλλου— παγκοσμιοποιημένου και μετανεωτερικού αλλά γεμάτου συγκρούσεις και προσφυγιά— πολιτισμού, όπως ο σημερινός. Και τα κατάφερε. Αν κάποιος απροειδοποίητος θεατής έβλεπε την παράσταση δεν θα πίστευε πως αποτελούνταν από απλούς ανθρώπους, χωρίς επαγγελματική σχέση με το υποκριτικό άθλημα αλλά με άπειρη αγάπη για τη συμμετοχή σε κάτι που γνωρίζουν καλά: τη συλλογική μνήμη και τις αφηγήσεις γύρω από την μικρασιατική καταστροφή.

Έξυπνη και επιδραστική η επιλογή των σκηνικών: ένα μακρύ τραπέζι συλλογικής συνύπαρξης φέρνει στο νού τόσο την καθημερινή συνάθροιση στα της οικογενειακής ζωής (γέλια, χαρές, προσωπικές σχέσεις, συζήτηση και επίλυση προβλημάτων) όσο και το αρχέτυπο ενός μυστικού δείπνου στον οποίο κλήθηκαν για τελευταία φορά να συμμετάσχουν όχι οι εκλεκτοί του Χριστού αλλά της γης οι θλιμμένοι: τα θύματα της ιστορίας, οι χαροκαμμένες μάνες, τα σκοτωμένα παιδιά, οι εκριζωμένοι, εκείνοι που έχασαν τα πάντα και τώρα αφηγούνται τις ιστορίες τους μπροστά στο κοινό του 21ου αιώνα. Συγκινητική λοιπόν επιλογή η ιστορική αναπλαισίωση του μυστικού δείπνου, ο οποίος, ακριβώς επειδή είναι ένα παμπάλαιο θρησκευτικό μοτίβο ζει ανάμεσά μας, ακόμα μάς συνέχει, μάς περιέχει και οδηγεί τις πολιτισμικές μας συμπεριφορές κρατώντας μας ζωντανούς για τις επόμενες ιστορικές αναμετρήσεις (ως ατόμων, ως λαού και ως έθνους).

Τον μύθο του μυστικού δείπνου υπηρέτησε με οξύνοια και η εισαγωγική μουσική του Μίκη Θεοδωράκη βασισμένη σε στίχους του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη, ενός εξαίρετου, χαμηλόφωνου ποιητή της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς που ο καίριος λυρισμός του χρωστάει πολλά και στα επηρεασμένα από τη θρησκεία σύμβολά του όπως τον Χριστό που ακούμε στο τραγούδι. Παράλληλα, το μελαγχολικό ποίημα και το τραγούδι στρέφουν την προσοχή μας και στην περίοδο των άλλων πολέμων στον 20ό αιώνα, στην κατοχή, στην αντίσταση, στον εμφύλιο και στα επίσης δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια με ένα άλλο κυνήγι αυτή τη φορά, εκείνο εναντίον των «αντεθνικών μιασμάτων».

Ενθουσιασμένος από την εξαιρετική παράσταση (σκηνοθεσία, σκηνικά, μουσική και ηθοποιούς) ήταν και ο καλός φίλος, δεινός ιστορικός του μικρασιατικού ελληνισμού, Βλάσης Αγτζίδης ο οποίος ευχήθηκε «η παράσταση να δοθεί και σε άλλες πόλεις ακόμα κι αν δεν έχουν προσφυγικό πληθυσμό ακριβώς γιατί βλέπει με προοδευτικό, ανθρωπιστικό και όχι εκδικητικό τρόπο την προσφυγική τραγωδία».

Και μού υπενθύμισε κάτι που είχε γράψει για την προσφυγική Πιερία (Ημερολόγιο 2014) και το οποίο ερμηνεύει από τη σκοπιά μας την ιστορική ουσία του έργου: Οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην Πιερία κουβαλούσαν ένα βαρύ ιστορικό φορτίο που σχετιζόταν με την είσοδο της ισλαμικής οθωμανικής κοινωνίας στην εποχή του εθνικισμού. Έζησαν άμεσα την περίοδο που είχε ως αφετηρία το Κίνημα των Νεότουρκων του 1908, όταν η ακροδεξιά μειοψηφική τάση ενός μεταρρυθμιστικού κινήματος, κατέλαβε στρατιωτικά την εξουσία και οργάνωσε με συστηματικό τρόπο την εξόντωση των ανεπιθύμητων πληθυσμών. Οι επιζώντες πρόσφυγες θα ζήσουν τις πρωτοφανείς εθνικιστικές πρακτικές που είχαν κάποια καινοφανή χαρακτηριστικά, όπως την επιλογή εξαρχής ανοιχτά ρατσιστικών κριτηρίων από την κυρίαρχη εξουσία, τον εντοπισμό και την προγραφή των θυμάτων, τη διαμόρφωση και διάχυση σε τμήματα της κοινωνίας μιας ιδεολογία μίσους, τον κοινωνικό αποκλεισμό των στοχοποιημένων πληθυσμών, τη συγκρότηση και οργάνωση σε ήρεμους καιρούς, παρακρατικών μηχανισμών που ανέλαβαν να υλοποιήσουν τις προσχεδιασμένες εθνικές εκκαθαρίσεις.