Πέμπτη 3 Μαρτίου 2016

Η τελευταία πραγματική γκέισα της Ιαπωνίας, Μινέκο Ιβασάκι


Το σαγηνευτικό θηλυκό της Άπω Ανατολής που προσυπέγραψε με την ξαφνική απόσυρσή της το τέλος μιας μακραίωνης παράδοσης... 

«Καμιά γυναίκα εδώ και τριακόσια χρόνια δεν έχει βγει μπροστά να πει την ιστορία της δημόσια. Μας περιόριζαν οι άγραφοι κανόνες, οι ρόμπες της παράδοσης αλλά και η ιερότητα του αποκλειστικού καλέσματός μας … Νιώθω όμως ότι ήρθε η ώρα να μιλήσω», γράφει στον πρόλογο του ξακουστού βιβλίου της η χιλιοτραγουδισμένη Μινέκο, η πιο ξακουστή γκέισα της γενιάς της.

Ήταν το 1992 όταν η γκέισα που είχε ήδη αποσυρθεί και ζούσε με τον σύζυγο και την κορούλα της στα περίχωρα του Κιότο, δέχτηκε να μιλήσει εμπιστευτικά στον συγγραφέα Άρθουρ Γκόλντεν, σε αυτό που θα εξελισσόταν τελικά στο παγκόσμιο μπεστ σέλερ «Οι αναμνήσεις μιας γκέισας» (1997). Ο αμερικανός γραφιάς δεν σεβάστηκε τελικά ούτε την ανωνυμία της ούτε και τις διηγήσεις της, απαθανατίζοντας τον κόσμο της γκέισας με τα πλέον μελανά και σκανδαλοθηρικά χρώματα.

Η μυθιστορηματική Σαγιουρί του Γκόλντεν είναι πράγματι η περιβόητη Μινέκο, αν και εδώ εξαντλούνται, κατά την ίδια πάντα, οι συσχετίσεις και η περιπετειώδης πορεία της μέχρι να μετατραπεί στην πιο φημισμένη γκέισας του Κιότο. Το βιβλίο πούλησε περισσότερα από 4 εκατομμύρια αντίτυπα (μόνο στην αγγλική έκδοση) και μεταφράστηκε σε 32 γλώσσες, μεταξύ αυτών και τα ιαπωνικά, πέφτοντας έτσι στα χέρια της Μινέκο. Εξοργισμένη η παραδοσιακή ψυχαγωγός της Ιαπωνίας, μήνυσε τον συγγραφέα και για να ξεπλύνει την ντροπή, έγραψε το δικό της αυτοβιογραφικό πόνημα («Η γκέισα της Γκιόν») το 2002 προσπαθώντας να αναβιώσει εκ νέου την κηλιδωμένη λάμψη του κόσμου της γκέισας.

Παρά την ξαφνική αποχώρησή της όμως από τον κόσμο των τεϊοποτείων και της παραδοσιακής ιαπωνικής ζωής στη μικρή ηλικία των 29 ετών, η Μινέκο πρόλαβε να γίνει θρύλος της συνοικίας Γκιόν του Κιότο, εκεί που οι γκέισες συνήθιζαν να προσφέρουν τις πατροπαράδοτες υπηρεσίες τους εδώ και αιώνες. Στον κολοφώνα της καριέρας της στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, η μυθικών διαστάσεων γκέικο (η γκέισα στην τοπική διάλεκτο) έκανε τον κόσμο να παραμιλά από την απαράμιλλη ομορφιά και τη χάρη της, αλλά και την ικανότητά της στα μουσικά όργανα, τους κλασικούς χορούς, την ανθοδετική και το σερβίρισμα του σάκε.

Μια τέτοια γκέικο γεννιέται μια φορά στα εκατό χρόνια, μονολογούν ακόμα όσοι θυμούνται την απερίγραπτη ομορφιά και τις απεριόριστες δεξιότητες της γκέισας που παράτησε ξαφνικά τις τιμές και τη δόξα, προσυπογράφοντας με την πρόωρη συνταξιοδότησή της το τέλος μιας ολόκληρης κουλτούρας, καθώς η Ιαπωνία μεταμορφωνόταν από μεταφεουδαρχική κοινωνία σε προπύργιο του καπιταλισμού…
Πρώτα χρόνια



Η Μασάκο Τανάκα γεννιέται στις 2 Νοεμβρίου 1949 σε ένα εξαθλιωμένο ψαροχώρι της ιαπωνικής υπαίθρου, μέσα σε οικογένεια της κατώτερης κοινωνικής τάξης των τεχνιτών και εμπόρων. Η μικρή μεγαλώνει μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, αν και όλοι αναγνωρίζουν την πρωτόγνωρη ομορφιά της ήδη από μικρό παιδί. Τότε, σε ηλικία 3 ετών, θα λάβει χώρα η συνάντηση που θα της αλλάξει τη ζωή.

«Μπορώ να ανακαλέσω την ακριβή στιγμή όταν τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν. Ήταν ένα παγωμένο χειμωνιάτικο πρωινό. Είχα κλείσει μόλις τα τρία μου χρόνια», θυμάται η περιβόητη γκέισα στα απομνημονεύματά της, η οποία βγήκε δειλά δειλά από την παιδική της κρυψώνα για να συναντήσει τη Μαντάμ Οΐμα, την τρομερή ιδιοκτήτρια ενός παραδοσιακού οίκου γκεϊσών της συνοικίας Γκιόν του Κιότο που είχε έρθει στο χωριό για να δει το πανέμορφο κορίτσι.



Η Οΐμα μαγεύτηκε από την ανείπωτη ομορφιά του παιδιού με τα κατάμαυρα στιλπνά μαλλιά και τα μαύρα μάτια. Κατά τις διηγήσεις μάλιστα, η επίσης θρυλική στον καιρό της Οΐμα αναφώνησε αβίαστα ότι είχε βρει μόλις την αντικαταστάτριά της. Αφού κανόνισε με τους γονείς της τα τυπικά του συμβολαίου, περίμενε υπομονετικά να περάσουν άλλα δύο χρόνια για να αποβιβαστεί το πεντάχρονο κορίτσι στο Κιότο. Ό,τι ακολουθήσει, θα είναι μια λαμπερή πορεία μέχρι την κορυφή αλλά και μια ηθελημένη ελεύθερη πτώση που θα συμπαρασύρει όλη την κοινότητα της γκέισας…
Η γέννηση της πιο φημισμένης γκέισας του Κιότο



Καταφτάνοντας η μικρή Μασάκο στον σπουδαίο οίκο της Οΐμα, υιοθετήθηκε επισήμως από κείνη, κατά το έθιμο, και πήρε το επίθετό της, Ιβασάκι. Από την πρώτη στιγμή, η μαθητευόμενη γκέισα (μάικο) είχε επιλεγεί ως διάδοχός της (ατοτόρι), γι’ αυτό και η εκπαίδευσή της στον χορό και τη μουσική ήταν πιο απαιτητική από τις συμμαθήτριές της.

Από τα 15-20 της, η μάικο Μασάκο έγινε ξεφτέρι στις παραδοσιακές τέχνες και τους χορούς, στο έγχορδο μουσικό όργανο της γκέισας, το τραγούδι αλλά και την τελετουργία του τσαγιού. Τα απογεύματα τα περνούσε αφιερωμένη στο κοπιώδες λευκό μακιγιάζ και το παραδοσιακό ντύσιμο με το κιμονό, καθώς η εκπαίδευση της γκέισας ήταν έργο που κρατούσε όλη μέρα και όλη νύχτα.



Την ίδια εποχή, μια φημισμένη μάντισσα του Κιότο της δίνει το νέο της όνομα «Μινέκο», με το οποίο θα εισβάλει στα 21 της στον κόσμο της γκέισας και θα τον πιάσει εξαπίνης ως η καλύτερη χορεύτρια που έβλεπαν στην Γκιόν εδώ και δεκαετίες. Η Μινέκο πληρωνόταν με την ώρα και ψυχαγωγούσε τους άνδρες τηρώντας αυστηρά το τελετουργικό πρωτόκολλο, με χορό, μουσική και συζήτηση μαζί τους. Ο βασικός στόχος κάθε γκέισας ήταν η ενίσχυση του ανδρικού «εγώ» και παρά τις τρέχουσες προσλαμβάνουσές μας, το σεξ δεν ήταν ποτέ στις υπηρεσίες που προσέφερε μια γκέισα.

Επισήμως μάλιστα, η σεξουαλική πράξη απαγορευόταν διά ροπάλου, καθώς η παράδοση της παρθενίας μιας νεαρής γκέισας ήταν μέρος του ρόλου της. Η ίδια είχε βέβαια το δικαίωμα να δεχτεί την πρόταση ενός ευεργέτη-αφέντη και να γίνει μόνιμη ερωμένη του, κι αυτό ήταν όλο. Ο υπαινιγμός του αμερικανού συγγραφέα για πώληση της παρθενίας της έναντι 850.000 δολαρίων(!) ήταν το κερασάκι στην τούρτα της μήνης της!



«Του είπα ρητά ότι ποτέ δεν πουλήθηκα σεξουαλικά. Όταν μια γκέικο είναι πετυχημένη, τέτοιες φήμες κυκλοφορούν πάντα. Κάποιες φορές, αν μια μαθητευόμενη έχει έναν πάτρωνα με τον οποίο είναι ερωτευμένη, μπορεί να συμβεί να πουλήσει συμβολικά την παρθενιά της, αλλά αυτό δεν συνέβη ποτέ σε μένα», δήλωσε εξοργισμένη για τις πλαστές αναφορές του αμερικανού συγγραφέα, για να συνεχίσει: «Δεν πούλησα την παρθενία μου με τον τρόπο που θέλει το βιβλίο. Στην πραγματικότητα, είχα την πρώτη μου εμπειρία στα 21 μου χρόνια και ήταν με την ελεύθερη βούλησή μου, χωρίς να μπλεχτούν πουθενά λεφτά. Ήταν στο Ξενοδοχείο Αστόρια της Νέας Υόρκης».

Η τρέχουσα δυτική εικόνα της γκέισας ως πόρνης πολυτελείας έλκει την καταγωγή της μετά τον Β’ Παγκόσμιο, όταν στήθηκαν από τους Ιάπωνες ψεύτικοι οίκοι με «γκέισες» για να εκτονώνονται οι αμερικανοί στρατιώτες αφήνοντας ήσυχες τις γυναίκες της χώρας. Η απείρως λανθασμένη εικόνα της ιερόδουλης γκέισας είχε μόλις γεννηθεί στη Δύση.



Οι γνήσιες γκέισες σπάνιζαν πια στα χρόνια της Μινέκο, γι’ αυτό και έτυχε ίσως τέτοιας γενικευμένης απήχησης. Το ασφυκτικό επαγγελματικό πλαίσιο και η λαοφιλία που γνώριζε η Μινέκο την κρατούσαν απασχολημένη καθ’ όλη τη διάρκεια του 24ωρου, φτάνοντας συχνά στα όρια των σωματικών και ψυχικών της ικανοτήτων. Η χάρη της απλώθηκε σε όλη την Ιαπωνία και σύντομα έξω από αυτή, καθώς κάθε ξένος ηγέτης και βασιλιάς που ερχόταν εθιμοτυπικά στη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου ήθελε να ζήσει από κοντά την ολόπλευρη εμπειρία που μόνο η Μινέκο μπορούσε να παρέχει: χορό, τραγούδι, τελετουργικό σερβίρισμα και πνευματώδεις συζητήσεις, το σήμα-κατατεθέν κάθε καλής γκέισας.



Η Μινέκο μετατράπηκε σε άτυπο πρεσβευτή του ιαπωνικού πολιτισμού, καθώς όσοι περνούσαν από τη χώρα έσπευδαν να απολαύσουν τις υπηρεσίες της. Πελάτες της ήταν η βασίλισσα Ελισάβετ της Αγγλίας και ο πρίγκιπας Κάρολος, αλλά και κροίσοι του επιχειρηματικού κόσμου, διασημότητες και προβεβλημένοι χολιγουντιανοί παραγωγοί...
Το αιφνίδιο τέλος



Ήταν το 1980, όταν πέθανε ξαφνικά ο πάτρωνάς της, που αποφάσισε η Μινέκο να τα παρατήσει όλα πίσω της, καταπατώντας ακόμα και τους όρκους που είχε δώσει εδώ και 20 χρόνια να μην αποκτήσει ποτέ δική της οικογένεια. Η πιο τραγουδισμένη γκέισα της σύγχρονης Ιαπωνίας και η κορυφαία αναμφίβολα παραδοσιακή ψυχαγωγός των τελευταίων δεκαετιών ένιωσε, κατά την εξομολόγησή της, δυσφορία τόσο με το ίδιο το ασφυκτικό πλαίσιο της γκέισας όσο και με την υποδοχή του επαγγέλματος ως άλλη μια καλυμμένη μορφή πορνείας.

Κι έτσι στον κολοφώνα ακριβώς της ακμής και της δόξας της, η τριαντάχρονη Μινέκο αποσύρθηκε σε μια στιγμή κατακρημνίζοντας πίσω της μια πανάρχαια τέχνη. Το παράδειγμά της και τις κραυγές διαμαρτυρίας της μιμήθηκαν τουλάχιστον άλλες 70 γκέισες του Κιότο, θεωρώντας πως θα ανάγκαζαν έτσι το σύστημα να αλλάξει προς το καλύτερο. Αυτό που αποζητούσαν κυρίως οι γκέισες του Γκιόν ήταν καλύτερη εκπαίδευση.



Κι όμως, τίποτα δεν άλλαξε, κάνοντας έτσι μάταιη την πρόωρη συνταξιοδότηση των τοπικών γκεϊσών. Όπως παραδέχτηκε η Μινέκο στην αυτοβιογραφία της, αντί να αλλάξει την κατάσταση προς το καλύτερο, μπορεί άθελά της να υπέγραψε τη θανατική καταδίκη του επαγγέλματος.

Όπως κι αν έχει, απαλλαγμένη από τους περιορισμούς της γκέισας, παντρεύτηκε έναν συμπατριώτη της καλλιτέχνη το 1982 και την επόμενη χρονιά υποδέχτηκε στη ζωή τη γέννηση της κόρης της. Η Μινέκο ζούσε μια ήσυχη ζωή στα περίχωρα του Κιότο έχοντας ήδη περάσει στον κόσμο της τέχνης, αν και οι περιπέτειες του παρελθόντος θα την έβρισκαν εκεί ακριβώς που δεν το περίμενε, στις «Αναμνήσεις μιας γκέισας».



Από τα τέλη του 20ού αιώνα επιδίδεται πια σε μια χρονοβόρα δικαστική διαμάχη κατά του αμερικανού συγγραφέα, έχοντας πετύχει μέχρι στιγμής να σβηστεί το όνομά της μόνο από την ιαπωνική έκδοση του βιβλίου. Στο δικό της «Η γκέισα της Γκιόν» εξομολογείται την πραγματική ιστορία της από τα δύσκολα παιδικά χρόνια και την προνομιακή ανατροφή της στον οίκο των Ιβασάκι μέχρι την περίοδο της δόξας της και την αιφνίδια απόφασή της να τα αφήσει όλα πίσω και να παντρευτεί, μια κίνηση που θα αντανακλούσε την παρακμή του παραδοσιακού ιαπωνικού πολιτισμού.



«Υπάρχει πολύ μυστήριο και παρανόηση για το τι σημαίνει να είσαι γκέισα. Ελπίζω ότι αυτή η ιστορία θα βοηθήσει να ξεκαθαριστεί για τι πραγματικά πρόκειται αλλά και να λειτουργήσει ως χρονικό του μοναδικού αυτού χαρακτηριστικού της πολιτιστικής ιστορίας της Ιαπωνίας», γράφει η Μινέκο στο πρώτο ποτέ πόνημα γκέισας για το τι συνέβαινε πίσω από τα κλειστά ρυζόχαρτα. Ειπωμένη με ευαισθησία και σοφία, η ιστορία της Μινέκο είναι ένα όμορφο και ηρωικό χρονικό που σπανίως αποκαλύπτεται με τέτοια ευθύτητα στα μάτια του δυτικού κόσμου.



Όσο για την ίδια, μόνο η πλούσια συλλογή της από ανεκτίμητης αξίας κιμονό και κοσμήματα θυμίζουν πια την παλιά της αίγλη ως η περιφημότερη άλλοτε γκέισα της Ιαπωνίας…

newsbeast.gr