Τρίτη 12 Μαΐου 2015

Ποντιακό Ζήτημα και Αριστερά


 
  Του Βλάση Αγτζίδη (*)

Προσπαθώντας να διερευνήσουμε τη σχέση ενός κοινωνικού και πολιτικού κινήματος -που πρωτοεμφανίστηκε κατά την περίοδο του μετασχηματισμού και της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1914-1923) και επανεμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες- με ένα συγκεκριμένο σύστημα ιδεών, καθώς και τις επιρροές που δέχτηκε από τις ιδέες της Αριστεράς, θα πρέπει να ορίσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια τους δύο αυτούς παράγοντες.
Το «Ποντιακό Ζήτημα»

Κατ’ αρχάς, με τον όρο «Ποντιακό Ζήτημα» εννοούμε την προσπάθεια των ελληνοορθόδοξων πληθυσμών του μικρασιατικού Πόντου να κερδίσουν το δικαίωμα πολιτικού αυτοκαθορισμού από την οθωμανική, νεοτουρκική εξουσία κατά την περίοδο 1914-1923. Το Ζήτημα αυτό -μέρος του ευρύτερου Ελληνικού Ζητήματος της Ανατολής- έλαβε πολλές μορφές, πολιτικές αλλά και ένοπλες, έχοντας ως ιδεολογική βάση το φιλελεύθερο νεωτερικό λόγο, όπως αυτός κωδικοποιήθηκε με το τρίπτυχο της Γαλλικής Επανάστασης: «Ισότης-Αδελφότης-Ελευθερία». Ο λόγος αυτός υπήρξε και ο κυρίαρχος στην ρητορική των ηγετών του ποντιακού κινήματος κατά τα χρόνια της σύγκρουσης με τον τουρκικό εθνικισμό, ο οποίος αντλούσε την ιδεολογική του νομιμοποίηση από τον αντιδιαφωτισμό και το γερμανικό φυλετικό ρομαντισμό.
Με μια πιο σύγχρονη και διευρυμένη αντίληψη, θα μπορούσε να συμπεριληφθεί την ενότητα «Ποντιακό Ζήτημα» και το κίνημα των Ποντίων σοσιαλιστών και επαναστατών που εμφανίστηκε στον Καύκασο στις αρχές του 20ου αιώνα, επηρεάστηκε από τα επαναστατικά ρεύματα και προσπάθησε να επεξεργαστεί τρόπους εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης του λαού. Στο ίδιο πλαίσιο θα μπορούσε να μελετηθεί και το κίνημα που εμφανίστηκε στο πλαίσιο της δράσης των Ποντίων κομμουνιστών της ΕΣΣΔ κατά το Μεσοπόλεμο και αποσκοπούσε στη διεύρυνση των πολιτισμικών δικαιωμάτων της ελληνικής σοβιετικής μειονότητας. Το κίνημα αυτό κατάφερε τη δημιουργία Αυτόνομων Σοβιετικών Ελληνικών Περιοχών, την ανάπτυξη της ποντιακής γραμματείας αλλά και σημαντικών πολιτιστικών θεσμών. Παράλληλα εξέφρασε τη μοναδική εκείνη απόπειρα αμφισβήτησης του πανελλήνιου χαρακτήρα της δημοτικής γλώσσας και της ανάδειξης της ποντιακής διαλέκτου σε επίσημη ελληνική γλώσσα για τους Έλληνες της ΕΣΣΔ.
Ο όρος «Ποντιακό Ζήτημα» διευρύνθηκε κατά την τελευταία περίοδο, καθώς έλαβε ένα νεότερο περιεχόμενο από την δεκαετία του ’80 και εντεύθεν. Όταν ο προσφυγικός χώρος προσπάθησε να αναδείξει την ιστορική εμπειρία και να διατυπώσει ορισμένα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά αιτήματα, όπως η αναγνώριση της Γενοκτονίας που συνέβη στον ιστορικό Πόντο, η καταδίκη των σταλινικών διώξεων που πραγματοποιήθηκαν στην ΕΣΣΔ το 1937-28 και αργότερα, η διεκδίκηση της ένταξης της ποντιακής ιστορικής εμπειρίας στο συλλογικό εθνικό αφήγημα του νεότερου ελληνισμού.
 
Η «Αριστερά» 

Συνήθως, σήμερα, ο όρος αυτός αντιμετωπίζεται περισσότερο ως καθοριζόμενος από περιοριστικά πολιτικά χαρακτηριστικά και από την υποκειμενικότητα του φορέα. Πολλές φορές υποτιμάται η αντικειμενική σύνδεση του όρου με κοινωνικά φαινόμενα και την υλική πλευρά της ζωής. Ο ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος (1946-49) και η σκληρή πολιτική αντιπαράθεση που χαρακτήρισε τη μεταπολεμική Ελλάδα, καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο οι πολίτες αντιλαμβάνονται τις έννοιες «Αριστερά» και «Δεξιά».
Αν πρέπει να εντοπιστεί το ιστορικό βάθος του όρου και να καθαρθεί από την αλλοτρίωση που υπέστη και την υπερβολική χρήση από ποικίλους φορείς, θα πρέπει να περιγραφεί η πραγματική ιστορική του διαδρομή.
Από την απαρχή της εμφάνισης του ανθρώπου και ειδικότερα από τη στιγμή που εμφανίζεται η κοινωνική διάκριση, η υποταγή του ανθρώπου σε άλλον άνθρωπο, η σκλαβιά και η εκμετάλλευση, εμφανίζεται αυτόματα και η ανάγκη για εξάλειψη των αρνητικών φαινομένων. Η ανάγκη αυτή θα πάρει κατά καιρούς πολλές μορφές, από φιλοσοφικά εξισωτικά και θρησκευτικά σωτηριολογικά κινήματα έως βίαιες εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Αυτή ακριβώς η πανάρχαια αντίδραση του ανθρώπου στην καταπίεση και την εκμετάλλευση είναι η απαρχή του φαινομένου που στην εποχή της νεωτερικότητας θα πάρει την ονομασία «Αριστερά». Ο όρος αυτός, όπως και ο αντίστοιχός του «Δεξιά» θα δημιουργηθούν στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης (1789–1799) και θα προέλθουν από τον τρόπο που είχαν τοποθετηθεί οι διάφορες παρατάξεις στο επαναστατικό κοινοβούλιο (Γενική Συνέλευση-états généraux). Αριστερά κάθονταν όσοι ήταν αντίθετοι στην φεουδαρχία, την αριστοκρατία, τη Μοναρχία, ενώ στη δεξιά πλευρά κάθονταν οι υποστηρικτές του Παλαιού Καθεστώτος και της κυριαρχίας των αριστοκρατών επί του λαού.
Η «Αριστερά» της Γαλλικής Επανάστασης επηρέασε καθοριστικά τον νεοελληνικό διαφωτισμό. Ο πλέον εμβληματικός ηγέτης και μάρτυρας Ρήγας Φεραίος, υπήρξε συνειδητός Γιακωβίνος, δηλαδή οπαδός της πλέον ακραίας εκδοχής της «Αριστεράς» εκείνης της εποχής (Jacobins, «Club des Jacobins», υπό τους Ροβεσπιέρο, Σαιν Ζυστ και Κουτόν). Από τους Γιακωβίνους προήλθε και η πρώτη εμφάνιση του σοσιαλιστικού κινήματος, με τη δημιουργία της επαναστατικής οργάνωσης «Ένωσης των Δικαίων» του Μπαμπέφ.
Υπό τον όρο «Αριστερά» περιγράφηκαν διάφορα κινήματα, όπως ο Ρεπουμπλικανισμός κατά τη Γαλλική Επανάσταση, ο Σοσιαλισμός και η Σοσιαλδημοκρατία, ο Κομμουνισμός και ο Αναρχισμός. Η επικρατέστερη αυτών, υπήρξε μια καλά επεξεργασμένη θεωρία από τον Καρλ Μαρξ και τον Φρειδερίκο Ένγκελς και έλαβε το όνομα «μαρξισμός». Ο μαρξισμός επιχείρησε να εξηγήσει τα ιστορικά φαινόμενα μέσα από το κριτήριο της πάλης των τάξεων. Οι μαρξιστές υποστηρίζουν ότι η κοινωνία αποτελείται από διάφορες κοινωνικές τάξεις, η υπόσταση των οποίων εξαρτάται από τη σχέση που διατηρούν με τα μέσα παραγωγής.

Πόντιοι στην Αριστερά: Από τον Γεώργιο Σκληρό στον Γιάννη Πασαλίδη                          

Οι πρώτοι Πόντιοι που συμμετέχουν και επηρεάζονται από τα δημοκρατικά φιλελεύθερα ρεύματα είναι αυτοί που οργανώθηκαν στις μυστικές προεπαναστατικές οργανώσεις και κυρίως στη «Φιλική Εταιρεία», καθώς και όσοι πήραν μέρος στην Επανάσταση του 1821. Ελάχιστα είναι τα στοιχεία που έχουμε απ΄ αυτή την εποχή. Η σημαντικότερη καταγραφή του επηρεασμού των Ποντίων από τις φιλελεύθερες αντιαπολυταρχικές ιδέες εντοπίζεται στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όταν δεκάδες Έλληνες εθελοντές απ΄ τον Καύκασο θα κατέβουν να πολεμήσουν στον ατυχή πόλεμο του 1897, μαζί με καρμπονάρους και Ιταλούς αναρχικούς.
Από εκεί και πέρα διαμορφώνεται μια καθαρότερη εικόνα. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί ο μεγάλος εκπαιδευτικός και θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Φωτιάδης, ο οποίος είχε πολεμήσει ως εθελοντής στον πόλεμο του 1897 και είχε συνδεθεί στην Αθήνα με τα ρεύματα του χριστιανοσοσιαλισμού. Στη συνέχεια θα επηρεαστεί από την αποτυχημένη ρωσική επανάσταση του 1905 και θα στραφεί στον μαρξισμό. Αποτέλεσμα αυτής της στροφής είναι η συγγραφή του θεατρικού έργου «Τα σκοτάδια», ως πρώτο τμήμα μιας τριλογίας που ασκούσε έντονη κοινωνική κριτική στα κακώς κείμενα μιας ταξικής κοινωνίας. Το έργο αυτό έγινε γνωστό με τον τίτλο «Λαζαρ-αγάς» και μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο ελληνικό αντικαπιταλιστικό θεατρικό έργο. Ο Γεώργιος Φωτιάδης φαίνεται ότι έλκεται προς μια μορφή ρομαντικού αναρχισμού. Γράφει: «Ω πόσο ζηλεύω τους τσιγγάνους, είναι οι μόνοι άνθρωποι. Οι μόνοι αληθινοί άνθρωποι».
Η ρωσική επανάσταση του 1905 υπήρξε τομή στην ιστορία των ιδεών των Ελλήνων διανοουμένων της Ρωσίας και ειδικότερα του Καυκάσου. Κατ’ αρχάς, η ελληνική κοινότητα αντιλήφθηκε άμεσα τα γεγονότα τόσο με την επιστροφή των ελληνικής καταγωγής στρατιωτών που υπηρετούσαν στα επαναστατημένα συντάγματα, όσο και με τη συμμετοχή στα γεγονότα Ελλήνων φοιτητών στη Μόσχα ή στην Αγία Πετρούπολη. Πρόσωπα που θα διαδραματίσουν αργότερα σημαντικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα τόσο της ελληνικής κοινότητας όσο και της Ελλάδας θα προέλθουν από αυτή την ιστορική διαδικασία. Κάποια χαρακτηριστικά πρόσωπα είναι: ο Γιάννης Πασαλίδης, δημιουργός της ΕΔΑ, με ιδεολογική προέλευση το κίνημα των μενσεβίκων της Γεωργίας (δημοκρατικών μαρξιστών), ο Γιάγκος Κανονίδης, ο Κωνσταντίνος Τοπχαράς και πολλοί άλλοι. Χαρακτηριστικό της ιδεολογικής τους αντίληψης είναι ο παρακάτω στίχος, που έγραψε ο Γιάγκος Κανονίδης: «Θεός, νόμος, πατρίδα, θρησκεία/ ατά ψέματα είναι ατά/ Ατά είν’ τη τρανού η κοιλία/ τα’ αργαστερια τα’ αγά, τη ποππά.»
Μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη της μαρξιστικής κοινωνιολογίας θα έχει ο Γεώργιος Σκληρός-Κωνσταντινίδης, συγγενής του Κ. Κωνσταντινίδη που κατοικούσε στη Μασσαλία και υπήρξε ο πολιτικός αρχηγός του Ποντιακού Κινήματος ανεξαρτησίας. Ο Γεώργιος Σκληρός, που υπήρξε οπαδός του Πλεχάνοφ, έλαβε μέρος ως φοιτητής στα επαναστατικά γεγονότα του 1905. Δύο χρόνια αργότερα συνέγραψε το κλασικό πλέον έργο «Το κοινωνικόν μας Ζήτημα», με το οποίο επιχείρησε να εισαγάγει τη μαρξιστική μέθοδο στη μελέτη της νεοελληνικής κοινωνίας. Ο Σκληρός θεωρείται ως ο πατέρας της σύγχρονης ελληνικής κοινωνιολογίας.
Το 1917
Έλληνες της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου θα λάβουν μέρος στα γεγονότα που θα ξεσπάσουν κατά την περίοδο των επαναστατικών γεγονότων του 1917. Γεγονότα που ξεκίνησαν με την Φεβρουαρινή αντιαπολυταρχική Επανάσταση, οπότε εκδιώχθηκε ο τσάρος, έως την Οκτωβριανή κομμουνιστική Επανάσταση. Οι Έλληνες εντοπίζονται σε όλες της ποικίλες τάσεις που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο, έως και την πλήρη κυριαρχία της μπολσεβικικής τάσης.
Ο Χρ. Σαμουηλίδης καταθέτει μια σημαντική μαρτυρία: ότι το κυρίαρχο ιδεολογικό ρεύμα στους Έλληνες δασκάλους του Καρς και Αρνταχάν υπήρξε το σοσιαλεπαναστατικό (Εσέροι) του Ν. Μπουχάριν. Στο ρεύμα αυτό συμμετείχε και ο Βλαδίμηρος Τριανταφύλλοφ, οποίος εξελίχθηκε στην κορυφαία επαναστατική προσωπικότητα του σοβιετικού ποντιακού ελληνισμού. Ο Τριανταφύλοφ, γεννημένος στην περιοχή του Καρς, συμμετείχε κατά την Οκτωβριανή επανάσταση στην δημιουργία πολεμικών-επαναστατικών επιτροπών στο μέτωπο. Μετά την εξέγερση των αριστερών Σοσιαλεπαναστατών κατά της μπολσεβικικής ηγεσίας που είχε αποφασίσει την άνευ όρων ειρήνευση (στο Μρεστ Λιτόφσκ) με Γερμανο-αυστριακούς και Νεότουρκους, ο Τριανταφύλλοφ προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα (μπ.) και τον Οκτώβριο του 1928 ανέλαβε κεντρική θέση στο επιτελείο του σοβιετικού στρατού.
Στον Πόντο
Οι επαναστατικές διαδικασίες θα έχουν άμεσο αντίκτυπο και στο χώρο του μικρασιατικού Πόντου. Σχεδόν ο μισός Πόντος, έως την Τρίπολη, βρέθηκε υπό ρωσική κυριαρχία από τον Απρίλιο του 1916, όταν κατά τις ρωσο-τουρκικές συγκρούσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου οι Ρώσοι θα καταλάβουν εδάφη που βρίσκονταν έως τότε υπό τουρκική κατοχή. Σε ένα κείμενό μου που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη» (τομ.8, 2/2013) ανέπτυσσα το συγκεκριμένο θέμα: «…Στον απόηχο της Οκτωβριανής Επανάστασης θα δημιουργηθούν σοβιέτ στην περιοχή του Πόντου, στα οποία θα συμμετάσχουν και πολλοί Έλληνες. Οι Έλληνες του Καυκάσου –οι γνωστοί ως Ποντοκαυκάσιοι– που υπηρετούσαν στο ρωσικό στρατό θα έχουν κύριο ρόλο στη συγκρότηση αυτών των σοβιέτ. Λίγα στοιχεία έχουμε γι’ αυτή τη σύντομη άνοιξη δημοκρατίας στον Πόντο. Στην εφημερίδα της Τραπεζούντας Εποχή που εξέδιδε ο δημοσιογράφος Νίκος Καπετανίδης –που θα εκτελεστεί από τους Κεμαλικούς λίγο αργότερα– αναφέρεται ότι στο Φροντιστήριο Τραπεζούντας γράφτηκαν από τους Έλληνες πρόσφυγες που επέτρεψαν από τη Ρωσία συνθήματα όπως: «Εις την Ρωσία ότι έγινε και εδώ θα γίνει. Είναι η καλύτερη λύση για πολλούς δικούς μας που γυρνούν στα ξένα».
Ο Δ. Καθενιώτης γράφει: «Εσημειώθησαν μερικαί φιλελεύθεραι τάσεις οι οποίες σφόδρα ετάραξαν το διέπον θεοκρατικό καθεστώς. Ούτω συνεστήθησαν εν Τραπεζούντι, υπό των επανελθόντων προσφύγων από την φιλελεύθερον πλέον Ρωσίαν, Σύλλογοι φιλοπρόοδοι, με σκοπόν αντικαταστάσεως του συστήματος των Δημογεροντειών δι ετέρου. Ταραξίαι δε τινες επετέθησαν εναντίον αυτής της Μητροπόλεως…. Εφονεύθη εις».
Οι Έλληνες του Πόντου θα προσπαθήσουν να παρέμβουν στις εξελίξεις μετά την επικράτηση της Επανάστασης, διεκδικώντας την υποστήριξη των αιτημάτων τους από τη νέα κυβέρνηση. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1918 ο Κ. Κωνσταντινίδης, πρόεδρος του Παμποντίου Συνεδρίου που είχε συγκληθεί στη Μασσαλία, θα αποστείλει ένα πολύ ενδιαφέρον τηλεγράφημα προς τον κομισάριο εξωτερικών υποθέσεων Λέοντα Τρότσκι, στο οποίο κατάθετε το αίτημα των ποντιακών οργανώσεων: «Η επιθυμία μας είναι να διαμορφώσουμε μια δημοκρατία ανεξάρτητη από τα ρωσικά σύνορα μέχρι πέρα από τη Σινώπη και την ενδοχώρα». Ζητούσε από τους μπολσεβίκους να στηρίξουν το αίτημα για την αυτοδιάθεση του Πόντου, ώστε «να μην ξαναπέσει κάτω από την τουρκική κυριαρχία». Μ’ έναν παράδοξο τρόπο τα αιτήματα του αντιαπολυταρχικού ποντιακού κινήματος συνέπιπταν με τις επιδιώξεις της αριστερής τάσης των μπολσεβίκων και του Τρότσκι. Όμως τελικά θα επικρατήσει μια άλλη πολιτική προσέγγιση. 

Μπρεστ Λιτόφσκ-Πόντος-Καρς-Μαχνοβτσίνα 

Η πολιτική ειρήνευσης με τις Κεντρικές Δυνάμεις που επέβαλε ο Λένιν στην Επανάσταση και εκφράστηκε με την επονείδιστη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ (Μάρτιος ’18), επέφερε δεινά στους λαούς της Ουκρανίας και της Κριμαίας που παραδόθηκαν στους Γερμανούς και στους λαούς της Υπερκαυκασίας, του Καρς και του Ανατολικού Πόντου που παραδόθηκαν στους Νεότουρκους. Ο χώρος του Πόντου θα επανακαταληφθεί από τα νεοτουρκικά εθνικιστικά στρατεύματα. Χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιοι θα καταφύγουν ως πρόσφυγες στη Ρωσία. Οι εναπομείναντες πληθυσμοί θα υποστούν την πολιτική της Γενοκτονίας που είχε ήδη αρχίσει στον Δυτικό Πόντο από το 1916.
Η κατάσταση που προέκυψε από τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ θα οδηγήσει στη δημιουργία νέων επαναστατικών κινημάτων διαφόρων αποχρώσεων, εντός των οποίων θα εκφραστούν και αρκετοί Έλληνες. Έτσι, στις περιοχές της νοτιοανατολικής Ουκρανίας θα αναπτυχθεί το αγροτικό αναρχικό κίνημα του Νέστορα Μάχνο. Στη περιοχή της δράσης του μαχνοβίτικου κινήματος συμπεριλαμβάνεται η Μαριούπολη με τα 25 ελληνικά της χωριά. Οι Έλληνες αποτελούσαν περίπου το 20% των δυνάμεων του Μάχνο (Makhnovschina). Ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες Μαχνοβίτες, που η μνήμη του έχει διασωθεί, ήταν ο Παπαδόπουλος, υπαρχηγός του «Μπάτκο Μάχνο», και αρκετές δεκαετίες μετά τραγουδιόταν το μαχνοβίτικο τραγούδι που ήταν αφιερωμένο σ’ αυτόν.
Έχει επίσης διασωθεί η δράση της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας Οδησσού με καθοδηγητή τον Παναγιώτη Τομπουλίδη, Πόντιο μαθηματικό από τον Καύκασο. Η Ομάδα αυτή θα προσπαθήσει να επηρεάσει με προκηρύξεις τα ελληνικά στρατεύματα που είχαν αποσταλεί στο πλαίσιο της Αντάντ για την καταστολή της σοβιετικής επανάστασης. Μπορεί να μην γνωρίζουμε ακριβώς το βαθμό επιρροής της Ομάδας στο στρατό, πάντως η σοβιετική εφημερίδα Μπεντνοτά έγραφε στις 6 Απριλίου 1919: «Η φυλακή της Οδησσού είναι γεμάτη από Έλληνες φαντάρους που αρνήθηκαν να πολεμήσουν εναντίον των σοβιετικών στρατευμάτων». Ο ιστορικός Κώστας Αυγητίδης αναφέρει ότι «Οι παράνομες σοβιετικές οργανώσεις σχεδίασαν και εκτέλεσαν διάφορες ενέργειες σαμποτάζ κατά εχθρικών ευαίσθητων συγκοινωνιακών αρτηριών. Μια τέτοια σαμποταριστική ενέργεια εκτέλεσαν οι Έλληνες Νικόλαος Σκαρλάτος και Κοτσούλης ανατινάζοντας αμαξοστοιχία τραίνου στα προάστια της Οδησσού».
Με την ήττα των δυνάμεων της Αντάντ, οι ένοπλοι της Ελληνικής Κομμουνιστικής Ομάδας μπαίνουν από τους πρώτους στην πόλη. Τα ελληνικά καθιδρύματα της πόλης που ελέγχονταν έως τότε από την παραδοσιακή ηγεσία της κοινότητας παραδίδονται στους Έλληνες εκπροσώπους της νέας σοβιετικής εξουσίας.»

Στην ΕΣΣΔ: Οι Αυτόνομες Σοβιετικές Ελληνικές Περιοχές

Στα τέλη της δεκαετίας του ’20 άρχισε να διαμορφώνεται το αίτημα της διοικητικής-εδαφικής αυτονομίας, στα πλαίσια της νέας εθνικής πολιτικής που εγκαινιάστηκε μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και προβλήθηκε συστηματικά στις ελληνικές εκδόσεις. Σε μερικές περιοχές με συμπαγή ελληνικό πληθυσμό σημειώθηκε η ανακήρυξη της ελληνικής γλώσσας σε κύρια γλώσσα, μαζί με τη ρωσική και τη γλώσσα της Δημοκρατίας. Στο ίδιο αφιέρωμα της «Μαρξιστικής Σκέψης» αναφέρεται:

«Όμως η σημαντικότερη εξέλιξη για τους Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης ήταν η δημιουργία αναγνωρισμένων Εθνικών Περιοχών, εκεί όπου η ελληνική εθνότητα αποτελούσε την πλειονότητα. Ως το 1938 είχαν δημιουργηθεί τέσσερις αυτόνομεςελληνικές περιοχές στη Σοβιετική Ένωση, με τάση επέκτασης σε όλες τις περιοχέςπου κατοικούσε συμπαγής ελληνικός πληθυσμός. To σύστημα διοικητικής διαίρεσης της Σοβιετικής Ένωσης ευνοούσε την ανάδειξη αυτόνομων ελληνικών περιοχών. Το σύστημα αυτό ήταν διαρθρωμένο πυραμιδωτά ως εξής: Σοβιετική Ένωση, Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, Αυτόνομες Σοσιαλιστικές Δημοκρατίες, Αυτόνομες Περιφέρειες, Αυτόνομες Περιοχές.

Αρχικά δημιουργήθηκαν τρεις αυτόνομες ελληνικές περιοχές στη νότια Ουκρανία, στο Ντονιέτσκ και στη Μαριούπολη. Αυτό έγινε το πρώτο εξάμηνο του 1928 με απόφαση της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής της Σοβιετικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Ουκρανίας. Η μεγαλύτερη απ’ αυτές ήταν η Μαγκουσοβίτικη Περιοχή, με πρωτεύουσα την κωμόπολη Μάγκους.

Το μοντέλο δημιουργίας ενός δικτύου αντίστοιχων αυτόνομων ελληνικών περιοχών, εκεί όπου κατοικούσε συμπαγής ελληνισμός, ήταν μέσα στη λογική της ομάδας του “Κομμουνιστή”. Η εφημερίδα Κόκκινος Καπνάς, που εκδιδόταν λίγο νοτιότερα, στο Σοχούμι, όπου επίσης υπήρχε ισχυρή ελληνική κοινότητα με σημαντική ελληνική ενδοχώρα, μας πληροφορεί τον Οκτώβριο του 1933 ότι η εφημερίδα Κομμουνιστής αγωνίστηκε για τη δημιουργία Ελληνικής Περιφέρειας στην Αμπχαζία.

Στην ΕΣΣΔ: Η προσαρμογή της ελληνικής παιδείας στο σοβιετικό περιβάλλον

Τα υπάρχοντα κοινοτικά ελληνικά σχολεία ένιωσαν άμεσα την αλλαγή με την κρατικοποίησή τους. Αποκαθηλώθηκαν οι μορφές των ηρώων του ’21 και οι άλλες μορφές από την ιστορία της Ελλάδας. Στους τοίχους αναγράφτηκαν συνθήματα που εξυμνούσαν το νέο καθεστώς. Οι θρησκευτικές εικόνες αντικαταστάθηκαν από συνθήματα του τύπου: «Η θρησκεία είναι το αφιόνι του λαού.» Οι εφημερίδες πρόβαλαν κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις σχολείων, όπως το Ελληνικό Σχολείο του Σοχούμι το οποίο αναπτύχθηκε πολύ μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Είχε ιδρυθεί το 1905 και αναγνωρίστηκε το 1907. Συνέκριναν την αφομοιωτική πολιτική της προσοβιετικής περιόδου με τη σοβιετική. Έτσι λοιπόν τόνιζαν ότι τα περισσότερα μαθήματα στην πρώτη περίοδο, σε αντίθεση με τη δεύτερη, ήταν στη ρωσική γλώσσα, γιατί ο τσαρισμός προωθούσε τον εκρωσισμό και η ελληνική αστική τάξη δεν νοιαζόταν γι’ αυτό.
Η γραμμή του κόμματος ήταν: «… και στο μικρότερο ακόμα χωριό πρέπει να διοργανωθούν εφοροεπιτροπαί και να αναλάβουν τη διοργάνωση του οικονομικού μέρους των σχολείων.» Η προσπάθεια για τη δημιουργία σχολείων υπαγορεύτηκε από την πίστη ότι η μόρφωση των ελληνοπαίδων και γενικά το ανέβασμα του μορφωτικού επιπέδου θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στην υιοθέτηση της νέας ιδεολογίας και στην απόρριψη των παλιών δοξασιών. Κυριαρχούσε η πίστη ότι, μέσω της εκπαίδευσης, θα προσχωρούσε ο ελληνικός πληθυσμός στις σοσιαλιστικές απόψεις και επιπλέον θα δημιουργούταν νέα διανόηση, αφοσιωμένη στις επιταγές και τους στόχους του νέου καθεστώτος.

Στα ελληνικά σχολεία άρχισε να διδάσκεται η δημοτική καθώς και η κομμουνιστική κοσμοθεωρία…. Οι κατευθυντήριες γραμμές της κυβερνητικής πολιτικής για την έκφραση του εθνικού ζητήματος στην εκπαίδευση ήταν η δημιουργία εθνικών σχολείων, όπως και η ανάπτυξη του ιδιαίτερου πολιτισμού με την έκδοση βιβλίων, εφημερίδων κ.λπ. στη μητρική γλώσσα της κάθε εθνότητας. Ο στόχος της εκπαίδευσης και του πολιτισμού έπρεπε να είναι:
«Σοσιαλιστικός στο περιεχόμενο και εθνικός στη μορφή, για να αναθρέφει τις μάζες με πνεύμα διεθνιστικό και να δυναμώνει τη δικτατορία του προλεταριάτου.»

Στην ΕΣΣΔ: Το γλωσσικό ζήτημα, οι Εκδοτικοί Οίκοι και οι έντυπες εκδόσεις

Η αξιοποίηση του λενινιστικού μοντέλου για τις εθνότητες ευνόησε την ανάπτυξη, καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου, μιας ιδιαίτερα σημαντικής ελληνικής πολιτιστικής παραγωγής. Επιπλέον, επέτρεψε λόγω του ευνοϊκού πολιτικού πλαισίου, την επικράτηση των ακραίων αντιλήψεων των Ελλήνων δημοτικιστών, οι οποίες υλοποιήθηκαν με την κατάργηση της καθαρεύουσας και του 24γράμματου αλφαβήτου και την υιοθέτηση της δημοτικής και του 20γράμματου. Παράλληλα εμφανίστηκε για πρώτη, και ίσως τελευταία φορά μέσα στον ιστορικό χρόνο, η αριστερή κριτική στο δημοτικισμό με την απαίτηση των ελληνικών διαλέκτων (ποντιακή και μαριουπολίτικη) να καταλάβουν τη θέση της επίσημης ελληνικής γλώσσας, αμφισβητώντας την καθολικότητα της δημοτικής.

Η πολιτιστική ανάπτυξη των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης ήταν από τις προτεραιότητες του νέου συστήματος. Η ιεράρχηση της πολιτιστικής ανάπτυξης στις πρώτες θέσεις καθορίστηκε από την πίστη των νέων κυρίαρχων ότι με την «πνευματική άνοδο των μαζών» θα ηττηθεί ο «συντηρητισμός» και «οι αντιδραστικές δυνάμεις.»

Στην κατεύθυνση των προτάσεων αυτών συγκροτήθηκαν τα δύο μεγάλα ελληνικά εκδοτικά. Ο εκδοτικός οίκος “Κομμουνιστή” (“Κομυνιςτις”), με έδρα το Ροστόβ επί του Ντον για τους Έλληνες της νότιας Ρωσίας και της Υπερκαυκασίας, και ο εκδοτικός οίκος “Κολεχτιβιστής” (“Κολεχτιβιςτις”), με έδρα τη Μαριούπολη για τον ελληνισμό της Ουκρανίας. Συνολικά δημιουργήθηκαν τέσσερις ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι: στο Ροστόβ, στην Κρίμσκαγια, στη Μαριούπολη και στο Σοχούμι. Ο εκδοτικός οίκος “Κομμουνιστής” άρχισε τη δραστηριότητά του πιθανόν πριν από το 1928, ενώ ο εκδοτικός οίκος “Κολεχτιβιστής” άρχισε τη δράση του το 1930.

Με τη δημιουργία των εκδόσεων “Κομμουνιστής” και “Κολεχτιβιστής” άρχισε η περίοδος της ύπαρξης ολοκληρωτικά ελληνικών εκδοτικών οίκων. Ο σημαντικότερος από τους δύο αυτούς εκδοτικούς οίκους ήταν αυτός του “Κομμουνιστή”, ο οποίος εξέδιδε και την ομώνυμη εφημερίδα. Η εφημερίδα ‘Κομμουνιστής’ αποτελούσε τη συνέχεια της εφημερίδας Σπάρτακος και είχε τη μεγαλύτερη κυκλοφορία απ’ όλες τις ελληνικές εφημερίδες της Σοβιετικής Ένωσης. Η εκδοτική ομάδα του “Κομμουνιστή” ανέλαβε την έκδοση όλων των ελληνικών σχολικών βιβλίων. Το ίδιο έκανε και ο εκδοτικός οίκος του “Κολεχτιβιστή” με έδρα το Δονμπάς της νότιας Ουκρανίας, ο οποίος λειτουργούσε στα πλαίσια του ουκρανικού κρατικού εκδοτικού οίκου των εθνικών μειονοτήτων. Εξέδιδε ελληνικά βιβλία στη δημοτική και στα μαριουπολίτικα.

Η προσπάθεια αυτή ολοκληρώθηκε με τη μετεξέλιξη σε Κόκκινο Καπνά (Κόκκινος Καπνεργάτης) της εφημερίδας Κομμουνιστής που εκδιδόταν στο Σοχούμι της Αμπχαζίας (Γεωργία-Καύκασος) και κάλυπτε το χώρο των Ελλήνων της Υπερκαυκασίας, με τάσεις πανσοβιετικής εξάπλωσης.

Στην ΕΣΣΔ: Το τέλος του πειράματος

Η υιοθέτηση από τη σοβιετική ηγεσία άλλων προσανατολισμών στο εθνικό ζήτημα, κατά την περίοδο της πλήρους κυριαρχίας της σταλινικής της εκδοχής, οδήγησε το 1937 στην ακύρωση όλης της προηγούμενης δημιουργικής περιόδου, με την εξόντωση της ελληνικής ηγεσίας, την απαγόρευση της ελληνικής παιδείας, την κατάργηση των αυτόνομων ελληνικών περιοχών και τέλος, με τη μαζική, βίαιη μετακίνηση μεγάλου μέρους του ελληνικού πληθυσμού στην Κεντρική Ασία και στη Σιβηρία. Οι διώξεις αυτές, κατά περιοχές συνδυάστηκαν με την εθνική ομογενοποίηση που προωθούσαν οι τοπικές σταλινικές ηγεσίες. Οι Έλληνες, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν πρόσφυγες της Μικρασιατικής Καταστροφής, αντιμετωπίστηκαν σκληρά. Θεωρήθηκαν συλλήβδην “εχθροί του λαού” και δυνάμει “πράκτορες της καπιταλιστικής Ελλάδας”. Τα ελληνικά σχολεία έκλεισαν, τα τυπογραφεία καταστράφηκαν, οι Αυτόνομες Ελληνικές Περιοχές καταργήθηκαν. Η φυσική ηγεσία των Ελλήνων εξοντώθηκε στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως και τα μέλη και οι φίλοι του ΚΚΕ που είχαν καταφύγεις την ΕΣΣΔ για να αποφύγουν τις αντικομμουνιστικές διώξεις που είχαν ενταθεί στην Ελλάδα από το 1929, μετά την ψήφιση του Ιδιώνυμου.

Στην Ελλάδα: εντάξεις στην Αριστερά  

Η πλειονότητα των διανοουμένων και των πολιτικών των προσφύγων θα λάβει μέρος στις ελλαδικές πολιτικές διεργασίες. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις πολιτικών ανδρών είναι ο Γιάννης Πασαλίδης, ο οποίος εντάσσεται στο Σοσιαλιστικό Κόμμα, ο φιλελεύθερος Λεωνίδας Ιασωνίδης και ο Κώστας Γαβριηλίδης που δημιουργεί το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας. Το θέμα αυτό, απ’ όπου προέρχεται το απόσπασμα που ακολουθεί, αναπτύχθηκε στη μελέτη “Mνήμη, ταυτότητα και ιδεολογία στον ποντιακό ελληνισμό” που περιλαμβάνεται στο συλλογικό έργο Κόκκινος, Γιώργος – Λεμονίδου, Έλλη – Αγτζίδης, Βλάσης (2010) «Το τραύμα και οι πολιτικές της μνήμης. Ενδεικτικές όψεις των συμβολικών πολέμων για την Ιστορία και τη Μνήμη»:
Στους κόλπους του Κόμματος των Φιλελευθέρων θα δημιουργηθεί μια συμπαγής προσφυγική ομάδα, η οποία θα βρεθεί σε μεγάλη σύγκρουση με την αντίπαλή της μακεδονική, που εξέφραζε τους γηγενείς. Η αντίθεση είναι τέτοια, ώστε ο Γιάννης Πασαλίδης, ως βουλευτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος, θα προσπαθήσει να εκτονώσει την αντίθεση των δύο κοινοβουλευτικών ομάδων: «Πρόκειται για ταξική διαμάχη μεταξύ λαού και πλουτοκρατίας και όχι διαμάχη ντόπιων και προσφύγων. Άρα, αν εξακολουθήσει αυτή η κατάσταση στη Βουλή, τότε είναι βέβαιο ότι ντόπιοι και πρόσφυγες θα συμμαχήσουν και θα ξεσηκωθούν, για να σαρώσουν όλους εμάς τους εθνοπατέρες.»
Ο Γιάννης Πασαλίδης, ιδρυτής του Σοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδας και πρόεδρος της ΕΔΑ αργότερα. Γεννήθηκε στη Σάντα της Τραπεζούντας του Πόντου και παρότι οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες κατάφερε και σπούδασε ιατρική στην Οδησσό και την Μόσχα. Εγκαταστάθηκε στο Σοχούμι απ’ όπου ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα στο αγώνα της δημιουργίας ανεξάρτητης Ποντιακής Δημοκρατίας. Ηγήθηκε της ομάδας των ποντίων μενσεβίκων και κατέφυγε στην Ελλάδα μετά την επικράτηση των μπολσεβίκων.
Oι πρόσφυγες, και κυρίως αυτοί που προέρχονταν από τον Καύκασο, θα προσπαθήσουν εξ αρχής να οργανώσουν τις δικές τους οικονομικές δομές ώστε να μεγιστοποιήσουν τα οφέλη απ’ την παραγωγή. Έτσι θα δημιουργήσουν αμέσως τους συνεταιρισμούς. Παράλληλα οι Ποντοκαυκάσιοι, όπως αποκαλούνταν, θα προσπαθήσουν να συγκροτήσουν πιο μαζικά την εκλογική τους στάση. Το πρώτο Συνέδριο των Ελλήνων του Καυκάσου θα συγκληθεί στη Θεσσαλονίκη στις 23 Σεπτεμβρίου 1923 από το Σύλλογο Καυκασίων. Σκοπός τους ήταν η διαμόρφωση πολιτικής στάσης. Ο Γιάννης Πασαλίδης, αντιπρόεδρος του Συλλόγου θα τονίσει: «… εδώ (σ.τ.σ. στην Ελλάδα) όλα σχεδόν τα κόμματα τα πολιτικά δεν έχουν διαμορφωθεί εισέτι εις κόμματα αρχών, αλλά φέρουν χαρακτήρα προσωπικόν, μας είναι πολύ δύσκολον να εκλέξωμεν οριστικώς ένα, με το οποίο να συνεργασθώμεν…» και θα προτείνει τη διαμόρφωση μιας ενιαίας παμπροσφυγικής στάσης με τους «Πόντιους, Θράκες και Μικρασιάτες, τα συμφέροντα των οποίων ταυτίζονται με τα δικά μας…». Σε συνέδριο που συγκαλούν στο Κιλκίς τον Οκτώβριο του 1923 αποφασίζουν να υποστηρίξουν τους Φιλελεύθερους με βάση προγραμματική συμφωνία δέσμευσης: «Το Συνέδριον ενέκρινε ψήφισμα συμπράξεως εκλογικής, τούτο όμως όχι δια της παραχωρήσεως θέσεων υποψηφίων εις άτομα εκ των προσφύγων, αλλά επί ρηταίς προγραμματικαίς συμφωνίαις μετά των οικείων αυτού οργανώσεων».
Ο ανταποκριτής του αθηναϊκού περιοδικού Κοινότης, που εξέδιδε μέχρι το 1924 ο Κωνσταντίνος Καραβίδας μαζί με το Ντίνο Μαλούχο, περιέγραψε ως εξής το συνέδριο των Καυκασίων: «Οι ρήτορες ήσαν κυρίως δημοδιδάσκαλοι με μόρφωσιν απολύτως πλατύτερη των ιδικών μας και ήσαν θαυμαστοί που, όλοι με μπαλώματα στα παλαιά παντελόνια τους και σγουρά γένια, εσηκώνοντο και ωμιλούσαν με διαυγή τετραγωνικά επιχειρήματα για ζητήματα της πρακτικής πολιτικής και της οργανώσεως του κράτους. Κυρίως όλοι έχουν υποστεί εξελιγμένους και χρησίμους πρακτικάς ρωσικάς επιρροάς. Και είμαι υποχρεωμένος να ομολογήσω ότι το Συνέδριον αυτό του Κιλκίς, μου εφάνη ως κολοσιαίος λίθος κατατιθέμενος επί της Μακεδονικής γης». Οι εμπειρίες αυτές που είχαν μεταφέρει από τη Ρωσία θα οδηγήσουν στη συγκρότηση του ισχυρού συνεταιριστικού κινήματος, στο οποίο θα πρωτοστατήσει ο Αλέξανδρος Μπαλτατζής.
Παράλληλα θα αρχίσει και η βαθμιαία προσχώρηση στην ελλαδική Αριστερά. Τα κίνητρα ήταν αποκλειστικά ιδεολογικά σε σχέση με το παρόν. Ζητήματα του παρελθόντος, σε σχέση με τις θέσεις για τα μικρασιατικά δεν υπήρχαν. Η εξαφάνιση των παραμέτρων αυτών στην άμεση διαδικασία πολιτικής ένταξης θα οδηγήσει ακόμα και σε ένταξη προσφύγων στις αρχειομαρξιστικές ομάδες, που ήταν ο κατευθείαν πολιτικός απόγονος της ντεφετιστικής γραμμής.
Το ψηλό επίπεδο κατάρτισης των προσφύγων που προέρχονταν από τον Καύκασο, φαίνεται στις τοποθετήσεις τους. Στο Συνέδριο Καυκασίων του 1926 υποστηρίζεται η οργάνωση «όλων των Καυκασίων αγροτών προσφύγων εις Αγροτικάς Ενώσεις» και ζητιέται η ίδρυση Αγροτικού Κόμματος. Χαρακτηριστικό στιγμιότυπο της πολιτικής τους σκέψης είναι η ανάγνωση στο Συνέδριο ενός ρωσικού κειμένου «…εξ ου καταδεικνύει ότι ο γεωργός πρέπει να απελευθερωθεί όχι μόνο από τον κεφαλαιοκράτην, αλλά και από εκείνον όστις θέλη να καθήση μετά την πτώσιν του κεφαλαιοκράτου εις την ράχην του». Την παρέμβαση αυτή μπορούμε να την ερμηνεύσουμε αναλύοντας τις πολιτικές τάσεις που είχαν αρχίσει να υπάρχουν εντός των Καυκασίων προσφύγων. Η δράση και η επιρροή των σοσιαλιστών από τη μια πλευρά, όπως ο Γιάννης Πασαλίδης -ο οποίος είχε αναγκαστεί ως μενσεβίκος να εγκαταλείψει τον Καύκασο μετά τη νίκη των μπολσεβίκων- και η αρχόμενη διείσδυση του ΚΚΕ στους Καυκάσιους πρόσφυγες απ’ την άλλη, μέσω κυρίως των Ποντίων «κούτβηδων», είναι πολύ πιθανόν να δημιούργησε μια πρώτη πολιτική σύγκρουση μπολσεβίκων και μενσεβίκων, εντός της ομάδας των Ελλήνων προσφύγων απ’ τον Καύκασο. 

Στην Ελλάδα: Ανδρόνικος Χαϊτάς και Κώστας Ευτυχιάδης   

Οι άσχημες συνθήκες ζωής των αγροτών προσφύγων, η ύπαρξη φεουδαρχικών δομών σε κάποια μέρη της μακεδονικής υπαίθρου θα ευνοήσουν την προσχώρηση στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Έτσι θα αρχίσει η ανάπτυξη των κομμουνιστικών οργανώσεων. Χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση αποτελεί το Μεταλλικό του Κιλκίς, όπου απ’ το 1927 στην ευρύτερη περιοχή το ΚΚΕ είχε δημιουργήσει τους πυρήνες του, βασισμένους σε Έλληνες απ’ τον Καύκασο. Η ριζοσπαστικοποίηση συνδυαζόταν πολλές φορές και με τις κακές συνθήκες ζωής. Για παράδειγμα, η κύρια αντίθεση των κατοίκων του Μεταλλικού ήταν με τους τσιφλικάδες, οι οποίοι κατείχαν τεράστιες περιοχές, ως δώρο του βασιλιά Κωσταντίνου μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Η μεγάλη ταξική διαφοροποίηση, προκάλεσε διεκδικητικούς αγώνες, οι οποίοι θα οδηγήσουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία στις αρχές της δεκαετίας του ’30, όπου οι πρόσφυγες θα θρηνήσουν και τα πρώτα τους θύματα. Αυτός που πρωτοστάτησε στη δημιουργία οργανωμένων πυρήνων και στρατολόγησε τους αριστερούς στο Μεταλλικό ήταν ο Κώστας Ηλιάδης, ο οποίος με το ψευδώνυμο Ευτυχίδης ή Ευτυχιάδης ήταν μέλος του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ.
Την ίδια εποχή, γενικός γραμματέας στο Κομμουνιστικό Κόμμα αναλαμβάνει ο Πόντιος (από το Σοχούμι) Ανδρόνικος Χαϊτάς. Ο Ηλιάδης, όπως και ο Ανδρ. Χαϊτάς, θα συλληφθούν αργότερα απ’ την Ασφάλεια, θα δραπετεύσουν μαζί με άλλα 7 στελέχη του ΚΚΕ από τις φυλακές Συγγρού τον Απρίλιο του 1931 και, τέλος, θα καταφύγουν στην Σοβιετική Ένωση όπου και θα εκτελεστούν κατά τις σταλινικές διώξεις.
Ο Κώστας Ευτυχιάδης (ή Καρακόζοφ) ανήκε σ’ εκείνη την ομάδα των κούτβηδων που απέστειλε η Κομιντέρν για να βοηθήσει και να ελέγξει το ελλαδικό της παράρτημα, το ΚΚΕ. Είχε πάρει μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Εντάχθηκε στον Κόκκινο Στρατό σαν πολιτικός κομισάριος και συμμετείχε στον εμφύλιο πόλεμο (1918-1921). Σε μικρή ηλικία έγινε έγινε αντισυνταγματάρχης. Φοίτησε στο Κομμουνιστικό Πανεπιστήμιο Εργαζομένων της Ανατολής (ΚUTV-Κουτβ) και θεωρείται ότι είχε πολύ υψηλή ιδεολογική μόρφωση για ζητήματα μαρξισμού-λενινισμού. Στην Ελλάδα έφτασε με μυστική αποστολή το 1925 και εντάχθηκε αμέσως στο ΚΚΕ, εκπροσωπώντας την Κομιντέρν.
Ο Ανδρόνικος Χαϊτάς γεννήθηκε στο Σοχούμι του Καυκάσου το 1894. Έλαβε μέρος στην Οκτωβριανή Επανάσταση και έγινε μέλος του ΚΚΡ(μπ.) Στη συνέχεια φοίτησε στην κομματική σχολή ΚUTV. Στην Ελλάδα ήρθε οικογενειακά το 1922. Με τη γυναίκα του και τις δύο του κόρες εγκαταστάθηκαν στη Ροδόπολη Σερρών. Το 1923 εντάχθηκε στο ΣΕΚΕ(Κ) και συνέβαλε στη μετεξέλιξή του σε ΚΚΕ. Μετά τη σύλληψη το 1925 από τη δικτατορία Πάγκαλου του, τότε Γενικού Γραμματέα του ΚΚΕ, Παντελή Πουλιόπουλου και πολλών ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ, ο Χαϊτάς μαζί με τον Κώστα Ευτυχιάδη (Καρακόζοφ), με υπόδειξη της σοβιετικής πρεσβείας στην Αθήνα, θα αναλάβουν αυξημένα καθοδηγητικά καθήκοντα, υπό τον αναπληρωτή Γενικό Γραμματέα Λευτέρη Σταυρίδη. Ο Χαϊτάς θα οριστεί από την ηγεσία του ΚΚΕ εκπρόσωπος του κόμματος στην Κομμουνιστική Διεθνή (Κομιντέρν), στη Μόσχα. Λόγω του θεσμικού αυτού ρόλου που αναλαμβάνει αλλά και της άπταιστης γνώσης της ρωσικής γλώσσας, μετακινείται συνεχώς μεταξύ Μόσχας και Αθήνας. Αυτή την εποχή οι Χαϊτάς και Ευτυχιάδης θα θέσουν το ζήτημα της αριστερής πραγματικής δημοκρατίας ως στόχου του ΚΚΕ.
Το Μάρτιο του 1927, η ομάδα Χαϊτά με τη βοήθεια της Κομιντέρν, επικρατεί των αντιπάλων της στην εσωκομματική διαμάχη. Ο ίδιος εκλέγεται Γενικός Γραμματέας του Κόμματος και εκφράζει την ενιαία, έως εκείνη τη στιγμή, γραμμή των Στάλιν-Μπουχάριν. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους πρωτοστατεί στην απομάκρυνση των οπαδών του Πουλιόπουλου και του Μάξιμου από το Κόμμα. Στην επόμενη εσωκομματική σύγκρουση, οι Χαϊτάς και Ευτυχιάδης θα συγκρουστούν πολύ σκληρά υπό το σύνθημα «πρώτα οργάνωση και ύστερα επανάσταση» με τους «αυθορμητιστές» Σιάντο και Θέο, που στόχευαν σε άμεση «πολιτική απεργία».
Τον Ιανουάριο του 1931 η ηγετική ομάδα του ΚΚΕ (Χαϊτάς, Ευτυχιάδης, Κολοζώφ κ.ά.) θα συλληφθεί. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους ο Χαϊτάς μαζί με άλλα 8 στελέχη του ΚΚΕ θα καταφέρουν να αποδράσουν από τις φυλακές Συγγρού και να καταφύγουν στην Σοβιετική Ένωση, όπου τα εκτελεστούν ως οπαδοί του Ν. Μπουχαρίν κατά τις σταλινικές διώξεις που ακολούθησαν τις Δίκες της Μόσχας. . 

Ελλάδα: Η ριζοσπαστικοποίηση της υπαίθρου 

Στις 19 Μαρτίου 1930 ο «Ριζοσπάστης» εξαίρει τις οργανώσεις του Κιλκίς και ανάμεσα στα άλλα επισημαίνει πως «σήμερα η αχτίδα Κιλκίς έχει τόσα μέλη του κόμματος όσα οι δύο οργανώσεις μαζί της Αθήνας και του Πειραιά». Αφορμή ήταν η ανταπόκριση για την αντιτσιφλικάδικη εξέγερση του ποντιακού χωριού Μεταλλικό (1929). Αναφέρθηκε επίσης στην ανταπόκριση στο αγροτικό συλλαλητήριο του Κιλκίς το Δεκέμβριο του 1929, στο επεισόδιο ανάμεσα σε αγρότες και αστυνομία στο Μεσσιανό (Ιανουάριος 1930), στην εξέγερση της Μεταμόρφωσης (Μάρτιος 1930) και στα γεγονότα του γυμνασίου Κιλκίς το Μάρτιο του 1930. [Αναλυτική παρουσίαση των γεγονότων στο: Ανδρέας Αθανασιάδης, Τα γεγονότα του χωριού Μεταμόρφωση και του Γυμνασίου Κιλκίς-Κιλκίς, Μάρτιος 1930, Ποντοκώμη 2011, http://goo.gl/LDUhln (προσβ. 5-11-13)]
Με πρωτοβουλία των παλιών δασκάλων στο Καρς που είχαν ενταχθεί πλέον στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα κυριάρχησαν το 1928 με ξεχωριστό αριστερό ψηφοδέλτιο στο Διδασκαλικό Σύλλογο του Νομού Κιλκίς. Η Ασφάλεια προσπαθώντας να διαλύσει τα κομμουνιστικά δίκτυα θα εισηγηθεί την υποχρεωτική τους μετάθεση στη Λάρισα και την Κατερίνη, όπου αυτοί θα συγκροτήσουν νέους πυρήνες. Ενδιαφέρον έχει επίσης η αύξηση της επιρροής του ΚΚΕ και η συγκρότηση κομμουνιστικών οργανώσεων με πρωτοβουλία Καυκασίων στη δυτική Μακεδονία. Ένα τέτοιο ενδεικτικό περιστατικό του κλίματος που άρχισε να δημιουργείται ήταν τα γεγονότα της Ποντοκώμης τα Χριστούγεννα του 1932, όταν με πρόσχημα την ενίσχυση του σχολικού ταμείου, αλλά στην πραγματικότητα του ΚΚΕ, οργανώθηκε μια θεατρική παράσταση με το έργο του Γ. Φωτιάδη «Λαζάρ-αγάς» η οποία απαγορεύτηκε από την αστυνομία. Η πραγματοποίηση της θεατρικής παράστασης θα οδηγήσει στη σύλληψη δύο αγροτών, στην απελευθέρωσή τους από τους συγχωριανούς τους μετά από αιματηρή συμπλοκή με τις αστυνομικές δυνάμεις και εν τέλει στην καταδίκη 23 ατόμων σε 58μιση χρόνια φυλακή και εξορία συνολικά.
Οι Πόντιοι σύντομα θα γίνουν διακριτή ομάδα στους πολιτικούς κρατούμενους. Στο Στρατόπεδο Συγκέντρωσης Κομμουνιστών Ακροναυπλίας θα είναι οργανωμένοι σε ξεχωριστή εθνικοτοπική ομάδα. Ο Α. Φλούτζης γράφει: «Μια άλλη πολύ σοβαρή μορφή ανάπτυξης στενότερων σχέσεων και αλληλοβοήθειας ήταν οι εθνικοτοπικές ομάδες («παροικίες»), που συνένωναν τους κρατούμενους κατά περιοχές ανάλογα με την καταγωγή τους. Επικεφαλής των ομάδων αυτών ήταν ολιγομελείς επιτροπές….». Οι ομάδες χαρακτηρίζονται με διάφορα ονόματα αναλόγως των συμπεριφορών ή των εθίμων που μεταφέρουν από τις πατρίδες τους: «Οι Πόντιοι λέγονταν ’’Έθνος’’, λόγω του ιδιαίτερα έντονου εθνικού χαρακτήρα των εθίμων και των χορών τους, καθώς και της ιδιόμορφης ποντιακής διαλέκτου».
Η άνοδος του ΚΚΕ θα είναι συνεχής. Κομβικό σημείο θα είναι η εκλογή του Πόντιου Μήτσου Παρτσαλίδη ως δήμαρχου Καβάλας το Φεβρουάριο του 1934. Όμως παρόλες τις επιτυχίες του ΚΚΕ στο χώρο των προσφύγων, η συντριπτική πλειονότητα ακόμα θα παρεμένει υπό την επιρροή των φιλελεύθερων. Μετά το αποτυχημένο κίνημα των βενιζελικών στο οποίο θα συμμετάσχουν οπλισμένες ομάδες προσφύγων, η τρομοκρατία κατά του συνόλου των προσφυγικών κοινοτήτων από τους βασιλόφρονες θα ενταθεί. Η δικτατορία του Μεταξά θα περιθωριοποιήσει τους προσφυγικούς πληθυσμούς, οι οποίοι στη συνέχεια θα βρουν άλλους, δικούς τους δρόμους μέσα στη δεκαετία του ’40.

Στην Κατοχή 

Η Κατοχή της Ελλάδας απ’ τις δυνάμεις του Άξονα θα θέσει νέα διλήμματα στις κοινότητες των προσφύγων. Οι οργανώσεις του ΚΚΕ που βασίζονταν κυρίως σε Πόντιους πρόσφυγες απ’ τον Καύκασο θα ενεργοποιηθούν σχεδόν την επαύριο της Κατοχής οργανώνοντας αντιστασιακούς πυρήνες. Οι πρόσφυγες από τον Καύκασο και τη Νότια Ρωσία, που είχαν πάρει μέρος στις μετεπαναστατικές διεργασίες και κάποιοι απ’ αυτούς είχαν ενταχθεί στη βραχύβια Ελληνική Μεραρχία του Καυκάσου, θα παρουν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στη μεριά του ΕΑΜ και θα αποτελέσουν την πρώτη σημαντική μαζική ένταξη σ’ αυτό.
Οι ποντιακές κοινότητες που θα ενταχθούν στην Αντίσταση θα υποστούν τη βία των Ναζί κατακτητών. Το πρώτο χωριό που θα καταστραφεί στην Δυτική Μακεδονία θα είναι το Μεσόβουνο στην περιοχή της Κοζάνης, ενώ τρία χωριά των Κρουσίων θα καταστραφούν από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του ’41 και οι κάτοικοί τους θα εκτελεστούν.
Οι πρόσφυγες του ’22 θα συμμετάσχουν αποφασιστικά στην Εθνική Αντίσταση και στην Αθήνα. Οι προσφυγικές συνοικίες είναι αυτές που θα δεχτούν την επίθεση των κατοχικών και δωσιλογικών στρατευμάτων κατά το καλοκαίρι του ’44. Ένα από τα γερμανικά μπλόκα στην Αττική θα γίνει στον αμιγώς αριστερό ποντιακό οικισμό των Σφαγείων στην Καλλιθέα της Αττικής.
Χαρακτηριστικό επεισόδιο που θα δείξει την αντίθεση του οργανωμένου δημοκρατικού ποντιακού χώρου στο δωσιλογισμό, θα είναι η συνάντηση του Κυριάκου Παπαδόπουλου, γνωστότερου ως Κισά Μπατζάκ, με τον Θ. Θεοφυλάκτου, στέλεχο του ποντιακού κινήματος ανεξαρτησίας, εκδότη της εφημερίδας Ελεύθερος Πόντος στο Βατούμι και ιδρυτικό μέλος και πρόεδρο της Ευξείνου Λέσχης Θεσσαλονίκης. Ο Π. Δαδούλης και ο Κισά Μπατζάκ, ηγετικές προσωπικότητες του δωσιλογικού Ελληνικού Εθνικού Στρατού (ΕΕΣ) επισκέφτηκαν την Εύξεινο Λέσχη για να ζητήσουν χρηματική ενίσχυση και υποστήριξη στην στρατολογία εθελοντών. Ο Κισά Μπατζάκ ρώτησε εάν «έκαμε καλά που πολέμησε με εχθρικά όπλα τους Συνέλληνες». Η αρνητική απάντηση του Θεοφυλάκτου και η συνολικά αρνητική του στάση εξόργισε τον Κισά Μπατζάκ, ο οποίος αφού έβρισε τους Τραπεζούντιους, τράβηξε το πιστόλι και το έβαλε στο μέτωπο του προέδρου της Ευξείνου Λέσχης. Ο Θεοφυλάκτου δε λύγισε και έτσι τα σχέδια των δωσίλογων με την Εύξεινο Λέσχη δεν ικανοποιήθηκαν.
Με την έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου οι αριστεροί Πόντιοι και κυρίως οι Καυκάσιοι θα στρατευθούν και πάλι εθελοντικά στο Δημοκρατικό Στρατό. Ήδη οι κοινότητές τους ήταν προγραμμένες από τις μετά τη Βάρκιζα κυβερνήσεις. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα που δείχνει τις «εθνικά ύποπτες» ομάδες: «…χάρις εις την φρικώδην αδράνειαν και την απουσίαν των οργάνων του κράτους, η κομμουνιστική προπαγάνδα αφέθη να οργιάσει κυρίως μεταξύ των ευαλώτων Κουτσοβλάχων και των Καυκασίων και τίνων σλαυοφώνων.» Ο βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος Φίλιππος Δραγούμης, προτείνει την εκτόπιση απ’ την περιοχή των συνόρων των μη ελληνικής συνείδησης βουλγαροφώνων και των ελληνοφώνων «όπως π.χ. αρκετοί Καυκάσιοι πρόσφυγες από τη Ρωσία».
Στον Εμφύλιο, οι Πόντιοι του Καυκάσου θα αποτελέσουν ένα «συμπαγές επαναστατικό στοιχείο». Υπάρχουν ανταποκρίσεις σε αθηναϊκές εφημερίδες που υποστηρίζουν ότι αυτοί ήλεγχαν μεγάλο μέρος των κομμουνιστικών στρατευμάτων. Με το τέλος του Εμφυλίου οι ηττημένοι θα καταφύγουν στην Ανατολική Ευρώπη, θα έρθουν σε επαφή με τον υπαρκτό σοσιαλισμό και πολλοί θα διαπιστώσουν τα αδιέξοδα και τις παραμορφώσεις και θα επιστρέψουν με τον τρόπο τους στη δική τους πολιτιστική μήτρα.
 
Μεταπολίτευση και Κίνημα της Ιστορικής Μνήμης 

Η Μεταπολίτευση (αρχίζει το 1974) απέχει μόλις 52 χρόνια από το ’22. Η πρώτη γενιά ζει ακόμα, η δεύτερη μεγάλωσε μέσα στη δεκαετία του ’40 και η τρίτη μόλις ξεμύτισε από το αντιδικτατορικό κίνημα και την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Στο πρόσωπο των εγγονών των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής, η αποκλεισμένη προσφυγική Μνήμη συναντήθηκε με την αριστερή πολιτικο-ϊδεολογική και οργανωτική εμπειρία,. Η δεύτερη και η τρίτη γενιά είχε κληρονομήσει τη γνώση της ιστορικής εμπειρίας και τα συναισθήματα, μέσω της άμεσης συνάφειας με τους φορείς του φυσικού Τραύματος, εντελώς αδιαμεσολάβητα. Ευνοήθηκε από την εμφάνιση της Κοινωνίας των Πολιτών ώστε να μεταφέρει στο δημόσιο χώρο το Τραύμα, που έως τότε αναπαραγόταν αυθόρμητα στην οικογένεια και στους προσφυγικούς συλλόγους. Παράλληλα μπόρεσε να εκφράσει και να δημοσιοποιήσει τις αποκλεισμένες και απαγορευμένες έως τότε από την εξουσία, πολιτικές ερμηνείες για τα όσα συνέβησαν στην Ανατολή.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 –και με απόλυτη πρωτοβουλία της Αριστεράς- εμφανίστηκαν στο δημόσιο χώρο ιδέες που αρχικά συνάντησαν τη σφοδρή αντίδραση της τότε Δεξιάς και κατατέθηκαν «αιρετικές» ιστορικές ερμηνείες, σε σχέση πάντα με την επίσημη εκδοχή.
Η δεκαετία του ‘80 απείχε μόλις 20 χρόνια από τη δεκαετία του ’60, όταν για πρώτη φορά ξεκίνησε η πολιτική ανασυγκρότηση του προσφυγικού χώρου, την οποία σταμάτησε η Δικτατορία.
Οι εκφραστές αυτών των «νέων» ερμηνειών, που ανήκαν στη δεύτερη και στην τρίτη γενιά των ελλαδικών Ποντίων, επί της ουσίας ήταν φορείς δύο επάλληλων Τραυμάτων:
-του Τραύματος της Γενοκτονίας και της Μικρασιατικής Καταστροφής και
-του Τραύματος της ήττας της Αριστεράς και των ματαιωμένων δημοκρατικών προσδοκιών.
Στο πλαίσιο αυτό εμφανίστηκαν κινηματικές συμπεριφορές που άμεσα συνδέονταν με τα πολιτικά κινήματα της Μεταπολίτευσης, δημιουργήθηκαν νέες οργανωτικές εκφράσεις, οργανώθηκαν συμβολικές αναπαραστάσεις με μνημεία και τελετές μνήμης, υπήρξαν κατακτήσεις με θεσμικές αποκρυσταλλώσεις, όπως αναγνώριση Γενοκτονίας, Ημέρες Μνήμης, δικαίωμα διδασκαλίας της ποντιακής γλώσσας κ.λπ.
Καταλύτης του μετασχηματισμού της προσφυγικής Μνήμης σε πολιτικό κίνημα υπήρξε το διακριτό ρεύμα Ποντίων αριστερών, που ανήκαν στην τρίτη προσφυγική γενιά και προερχόταν από δύο κυρίως πολιτικές τάσεις, τους μαοϊκούς και τους «Ιταλούς» του Πασόκ. Αυτοί αξιοποίησαν την πολύ μεγάλη βιβλιογραφική παραγωγή της πρώτης και δεύτερης γενιάς των προσφύγων και ερμήνευσαν τα ιστορικά γεγονότα με τα πολιτικά εργαλεία που διέθεταν (δες το κείμενο «Σύγχρονες ερμηνευτικές αντιφωνίες και ιδεολογικές συγκρούσεις», https://kars1918.wordpress.com/2013/11/16/baltsiotis/)
---------------------
(*) Διδάκτωρ σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός, https://kars1918.wordpress.com/