Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

«Για ένα κομμάτι κρέας», του Γιώργου Ψωμιάδη







   Είναι γιορτές. Περνάς έξω από την εκκλησία και ακούς τους ψαλμούς, ανεβαίνεις τα μαρμάρινα σκαλιά και ρίχνεις μια ματιά μέσα από την πόρτα. Πολύχρωμα καντήλια που τρεμοπαίζουν, ατμόσφαιρα μυσταγωγική, εκατοντάδες πιστοί στα γόνατα να δέονται. Ασπάζεσαι τις πολύχρωμες φιγούρες με τα ταπεινά βλέμματα και ανάβεις ένα κερί. Μπαίνεις μέσα. Το λαξευμένο ξύλο περιβάλει τον ναό, οι...

επιβλητικοί επίχρυσοι πολυέλαιοι σιγοφέγγουν από πάνω σου, διαμαντένια κηροπήγια, και μαντεμένια εικονίσματα στολίζουν τον χώρο, αργυρά καδρόνια ομορφαίνουν τις σεμνότυφες φυσιογνωμίες. Και κάπου στο βάθος ο ιερέας, ντυμένος με ένα χρυσοκέντητο χιτώνιο, στεφανωμένος με ένα λαμπυρίζον αντικείμενο ψέλνει την θεία λειτουργία, αγιάζει τους κοινούς θνητούς. Κλείνω τα μάτια και σκέφτομαι. Σπάζω το κεφάλι μου, ξεφυλλίζω μανιωδώς την μνήμη μου. Που αλλού τόση αστείρευτη υλοφροσύνη; Πότε άλλοτε τέτοιο προσκύνημα της ύλης στον βωμό της πίστης;

Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ξανά εμφατικότερη μορφοποίηση της ύλης και αξιοποίηση των αισθήσεων για να αφουγκρασθεί κανείς κάτι το ασύλληπτο αισθητηριακά και να προσεγγίσει κάτι αποποιούμενο από την ανθρώπινη μικρότητα. Πρόκειται πάντως σίγουρα για ένα από τα πιο τρανταχτά ταμπού περί αντίφασης ανθρώπινων λεγομένων και πεπραγμένων. Προσεγγίζουμε δηλαδή την λιτότητα, την αγαθοεργία και την ηθικότητα, με έρεισμα και κινητήριο δύναμη τον ματεριαλισμό. Δείχνουμε το μεγαλείο και την βαρύτητα αγίων και πίστης ανάλογα με το πόσα κιλά γκλαμουριάς χωράει μέσα σε έναν ναό. Ο κοινός ιερέας είναι λιτός και μαυροντυμένος, μακριά από εμφανησιακές λαμπρότητες, ενώ ο ανώτερος αξιακά πρεσβευτής του κυρίου στολίζεται αναλόγως με περισσότερα κοσμήματα και στιλπνότερα περιδέραια. Έτσι λοιπόν αξιολογούνται τα βήματα σύνδεσης με τον ύψιστο, με βάση μια υλική κλίμακα αισθητικής μεγαλομανίας. Ένα αδιανόητο κιτσαριό και τίποτε παραπάνω. Η ενσάρκωση μιας πίστης που αυτοαμαυρώνεται καθ’όλα. Για να μην αναφέρουμε και την πρωτοφανή μπίζνα του 2013 όταν η εκκλησία της Ελλάδος αγόρασε 560.000 μετοχές αξίας 2.402.400 ευρώ, τζογάροντας στο χρηματιστήριο, την στιγμή που άλλα τόσα πεινασμένα στόματα προσκυνούσαν τα καθαγιασμένα χέρια τους για ένα κομμάτι ψωμί. Υπάρχει αντίλογος; Αν ναι ποιος είναι; Τζογάρανε για τα φτωχαδάκια;

Και οι αντιφάσεις δεν σταματούν εκεί. Η εξίσωση αυτή αισθητηριακής και πραγματολογικής ιδανικότητας με την άυλη ιδανικότητα του θεού επεκτείνεται και σε άλλους θρησκευτικούς τομείς. Εκεί οπού ο άνθρωπος ορίζει ως μεσολαβητή του με τον θεό τον ίδιο τον εαυτό του. Ο ορισμός αυτός βέβαια λαμβάνει χώρα με βάση έναν κώδικα αμαρτιών και με γνώμονα την θρησκευτική ηθικότητα. Έτσι όποιος θοιτήσει στα επιφανειακά «σχολειά» της πίστης για περισσότερο καιρό, αμαρτήσει λιγότερο και πείσει τους ομοϊδεάτες του, αυτός κρίνεται και ως ο καταλληλότερος για αποτελέσει τον δίαυλο της επικοινωνίας μας με τον θεό. Όμως ο άνθρωπος είναι άνθρωπος, και οι ανθρώπινες αδυναμίες το ίδιο ισχυρές με την ανάγκη μας να ψηλαφούμε το ανώτερο. Από τη διαφθορά και την αισχροκέρδεια, μέχρι και τα υποτυπώδη ελαττώματα της φύσης μας, τα ανθρώπινα ένστικτα είναι απανταχού παρόντα, μέσα σε κάθε θρησκεία, είτε αυτή λέγεται ορθοδοξία είτε καθολικισμός και πάει λέγοντας. Διαφορετικά η παιδοφιλία στο Βατικανό θα ήταν είδος υπό εξαφάνιση και οι λιμουζίνες έξω από εκκλησάκια μας ανύπαρκτες. Αγνοώντας λοιπόν την νομοτέλεια της ίδιας της φύσης τους, άνθρωποι ντύνονται θεοί και θρησκείες εκθειάζουν ανθρώπους. Τους δίνουν πόστα αιδεσιμότατα και ραβδιά χρυσά για να ευλογούν και να κηρύττουν, θέτοντας τροχοπέδη στην επικοινωνία με το ανώτερο μια αθωότητα υποκριτική.

Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με μια αλλοτριωμένη πλέον εκκλησία, και με μια ανθρώπινη περιαυτολογία. Και πίσω από όλα; Η αδιάκοπα παλλόμενη αδηφαγία μας για ιδιοτέλεια και υλιστική πληρότητα. Γιατί είτε θα ταυτίζουμε την δέηση με την ύλη , είτε το θείο με το ανθρώπινο. Όσο για την υποκρισία μας; Την ξεσκέπασε κάποτε ο Νίτσε.

«Και ξέρει καλά η σκύλα η ηδυπάθεια να ζητιανεύει ένα κομμάτι πνεύμα όταν της αρνούνται ένα κομμάτι κρέας»