Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Πόσο πολύ σ΄ αγάπησα: Ένα τραγούδι, μία ιστορία



       Tο τραγούδι Πόσο πολύ σ’ αγάπησα που έγινε επιτυχία με τη φωνή του Χρήστου Θηβαίου ανήκει στην Ηρακλειώτισσα ποιήτρια του μεσοπολέμου Κατίνα Παΐζη. 
 

Η ποιήτρια γεννήθηκε στην Ανώπολη Σφακίων το 1911, έζησε στο Ηράκλειο και πέθανε στην Αθήνα το 1996. Υπηρέτησε ως δασκάλα στο Ηράκλειο, όμως άνθισε και ως ποιήτρια, τη δεκαετία του '30.  Εκτός από πέντε ποιητικές συλλογές, έγραψε μικρά πεζά για τη γενέτειρά της (ιστορίες στα τέλη 19ου-αρχές 20ού αιώνα για απαγορευμένους έρωτες, «κλεψίματα» κοριτσιών, οικογενειακή θαλπωρή, δύσκολους γάμους και φονικές μπαλοθιές, που τις διηγούνταν η μητέρα της). Ενταγμένη στο ΕΑΜ τα χρόνια της Κατοχής, όπως η αγαπημένη της αδελφή και εκλεκτή ηθοποιός Αλέκα Παΐζη. Ξεχωριστή ποιητική φωνή της γενιάς του μεσοπολέμου, έγινε γνωστή τα τελευταία χρόνια με το ποίημα της "Πόσο πολύ σ’ αγάπησα" που έγινε τραγούδι με τη φωνή του Χρήστου Θηβαίου.
Η Κατίνα Παΐζη ήταν μια δυναμική γυναίκα και παραγνωρισμένη δημιουργός, της οποίας «η ποίηση διέθετε δύο σημαντικά προσόντα, αθωότητα και αυθεντικότητα», όπως τονίζει η Νίκη Τρουλλινού, που επιμελήθηκε το τέταρτο βιβλίο της σειράς "Οι λησμονημένοι του τόπου’’ από τις εκδόσεις Δοκιμάκη με τίτλο «ΚΑΤΙΝΑ ΠΑΪΖΗ, Πόσο πολύ σ΄ αγάπησα». Έχουν ήδη εκδοθεί τα βιβλία για τον Μανόλη Δερμιτζάκη, τον Μηνά Δημάκη, τον Άρη Δικταίο, αλλά και το πέμπτο της σειράς για τον Λευτέρη Αλεξίου με επιμέλεια και ανθολόγιο από τον Δ. Δασκαλόπουλο.

Την ιστορία αυτού του τραγουδιού ή καλύτερα του ποιήματος της Κατίνας Παΐζη αποκάλυψε ο  Χρήστος Θηβαίος από μία ιστορία όπως του την αφηγήθηκε ο γιος της.
Γύρω στο 1920 στην Αλεξάνδρεια η μικρή Κατίνα είχε πάει σε φιλικό σπίτι με την οικογένειά της, όπως συνηθίζονταν, ν’ ακούσουν μουσική δωματίου. Εκεί ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα τον βιολοντσελίστα της ορχήστρας όπως εκμυστηρεύτηκε το ίδιο βράδυ στην αδερφή της Αλέκα. Αυτό το γεγονός την ενέπνευσε αν γράψει αυτό το υπέροχο ποίημα. Το σημαντικό βέβαιο για εκείνη ήταν ότι μετά από κάποια χρόνια παντρεύτηκε αυτόν που την ενέπνευσε.

Πόσο πολύ σ’ αγάπησα



Πόσο πολύ σ’ αγάπησα ποτέ δε θα το μάθεις
καλέ που δεν εχάρηκες στα χείλη μου φιλιά.
Απ’ τη ζωή μου επέρασες κι αλάργεψες κι εχάθης
καθώς τα διαβατάρικα κι αγύριστα πουλιά.

Τα χέρια μου δεν έδεσα τριγύρω στο λαιμό σου.
Δεν έσταξε απ’ τα μάτια μου το δάκρυ μου θολό.
Κουνούσα το μαντίλι μου αλαφρά στο μισεμό σου
και σιωπηλά σου ευχότανε η ψυχή μου στο καλό.

Δεν είδες το τρεμούλιασμα των κουρασμένων μου ώμων.
Δε μάντεψες τη θύελλα που εκλειούσα στην ψυχή.
Μήτε πως ήμουν σύντροφος των μακρινών σου δρόμων
κι όλη μου η σκέψη ανέκφραστη σ’ άγγιζε προσευχή.

Κι αν ήρθαν μέρες πένθιμες και νύχτες θολωμένες,
που η μοναξιά με τρόμαζε και μου 'παιρνε το νου,
τώρα κρατώ στη θύμηση στιγμές ευτυχισμένες
κάποιου καιρού αλησμόνητου ωραίου κι αληθινού.

Κι αν δεν προσμένεις να με δεις κι εγώ πως θα ξανάρθεις,
ω εσύ, του πρώτου ονείρου μου γλυκύτατη πνοή,
αιώνια θα το τραγουδώ κι εσύ δε θα το μάθεις
πως οι στιγμές που μου 'δωσες αξίζουν μια ζωή